Στην πρώτη σεζόν του Girls, αρχή αρχή ακόμα, η Shoshanna, μαγεμένη από το coolness της Jessa, την προσεγγίζει και μαθαίνει ότι δεν έχει facebook. Αδυνατώντας να το πιστέψει και κοιτώντας τη με θαυμασμό, της λέει το μνημειώδες “you ’re so fuckin’ classy”. Όταν πρωτοείδα εκείνη τη σκηνή, γέλασα, αλλά θυμάμαι ότι η όλη φάση μού φάνηκε εκτός από αστεία και τρομερά δήθεν. Ήταν μια έμμεση στοχοποίησή του mainstream, μια διακριτική πλην εύγλωττη δήλωση πως η συσχέτιση με το δημοφιλές σε κάνει λίγο trash – ενώ η αποστασιοποίησή σου απ’ ό,τι απολαμβάνει η πλειοψηφία σε καταξιώνει. Κάπως απλουστευτική ματιά πάνω στα πράγματα. Δεν είναι το μέσο που σε καθορίζει, ο τρόπος που το χρησιμοποιείς μετράει, σκεφτόμουν.
Τα χρόνια πέρασαν και δεν άλλαξα γνώμη για τα social media, παρ’ όλη τη φρίκη που βλέπουμε κατά καιρούς να παρελαύνει εντός τους. Είναι ό,τι τα κάνεις. Ό,τι τους επιτρέψεις εσύ να γίνουν. Με εξαίρεση κάποια ζητήματα στησίματος, δεν περιέχουν κάτι εγγενώς κακό. Ακόμα και για την παρακμή τους, δηλαδή, δεν φταίνε αυτά. Οι χρήστες είναι υπεύθυνοι για την ομορφιά ή την ασχήμια τους. Εκείνα, απλώς σε καθρεφτίζουν όπως σε καθρεφτίζει ο τρόπος που διαχειρίζεσαι οτιδήποτε δυνητικά επικίνδυνο, από ένα όπλο μέχρι έναν αναπτήρα.
Μόνο που το όπλο και ο αναπτήρας στα χέρια ενός δολοφόνου κι ενός πυρομανούς αντίστοιχα, δεν αποτελούν δυνητικούς, αλλά επιβεβαιωμένους κινδύνους. Υπαρκτό πρόβλημα. Αντίστοιχα (και τηρουμένων των αναλογιών) στα social media, το δημόσιο βήμα και η έκθεση δεν είναι το ίδιο άκακα για όλους. Γιατί ανάμεσα σ’ αυτούς που μπορούν να τα διαχειριστούν σοφά κι επ’ αγαθώ, υπάρχουν κι εκείνοι που αδυνατούν. Και τα ξεφτιλίζουν. Είναι αυτοί που πλέον αποκαλώ εντελώς αυθαίρετα, Generation K. Η γενιά Kardashian.
Η Generation K αποτελείται από άτομα που μεγάλωσαν στον αυτοαναφορικό ωκεανό του web, κι έμαθαν να αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους περίπου σαν μονοπρόσωπη εταιρεία (χωρίς βέβαια να είναι), προορισμένη να γράψει ιστορία (χωρίς βέβαια να γράφει). Στην εποχή του ίντερνετ, η ύπαρξη είναι αυτοσκοπός, ένα γεγονός που εκπληρώνει από μόνο του κάποιον στόχο. Τον στόχο του μη στόχου. Το μέσον (ποστάρισμα) ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τον προορισμό, σε βαθμό που τον καταπίνει και τον αντικαθιστά. Ένας αέναος κύκλος ανώφελων ακκισμών κι ομφαλοσκόπησης. Υπάρχουμε για να φαινόμαστε. Συγχαρητήρια!
Το βασικό πρόβλημα με τα άτομα της γενιάς αυτής, με λίγα λόγια, είναι η ένδεια, η έλλειψη αντικειμένου. Δεν πράττουν, δεν παράγουν κάτι, απλώς υπάρχουν αδρανή κάτω από ένα αυτοσχέδιο brand. Δεν τα πειράζει η αταλαντοσύνη, το κενό περιεχόμενο, -ίσα ίσα αυτό ακριβώς είναι το πόιντ όλης αυτής της υπαρξιακής κατάστασης. Αυτό ακριβώς είναι που εισήγαγαν και δίδαξαν οι Kardashians, και που τις ανέδειξε σε απόλυτες celebrities της δεκαετίας: Το θράσος του να αποζητάς αναγνώριση, επιβεβαίωση και λεφτά -και να τα κερδίζεις!- περιφέροντας τεμπέλικα τη ματαιόδοξη αδειοσύνη σου. Αυτό είναι το νέο κουλ: Να είσαι τίποτα και να εισπράττεις εύσημα γι’ αυτό.
Τα παραπάνω δεν είναι φιλοσοφικές αοριστίες ούτε μια κατάσταση “που υπήρχε πάντα απλώς τώρα διογκώθηκε”. H οκνηρία και η ματαιοδοξία μπορεί να μην είναι νέα φαινόμενα, όμως η μετουσίωσή τους σε κουλτούρα και το στήσιμο ολόκληρης βιομηχανίας γύρω από αυτήν, είναι μια ολοκαίνουργια κατάσταση – ένα modus vivendi που χαρακτηρίζει μια νέα γενιά κι αγορά. Αγορασμένα likes, αγορασμένοι followers, ένας επίπλαστος ψηφιακός ιστός που τάχα μου αντικατοπτρίζει κοινωνικές σχέσεις αλλά ψεύδεται ασυστόλως -και άφθονο χρήμα από εταιρείες που το παρέχουν αφειδώς, για να χώσουν τα προϊόντα τους σε μια νέα αγορά κατά 90% πλασματική. Άραγε ξέρουν σε τι μαύρη τρύπα ρίχνουν τα λεφτά τους;
Η δημοφιλία ως μπίζνα και τα likes ως μέτρο αξιών αποτελούν μια νεωτερική συνθήκη (τρομακτικά αμεσοδημοκρατική στην πραγματικότητα) που μπορεί και να αποβεί χρήσιμη σε ορισμένους κλάδους και κοινότητες. Ψυχολογικά, ηθικά, εμπορικά. Κανένα πρόβλημα ως προς αυτό. Για να ’χουν όμως νόημα το like και η εξαργύρωσή του, πρέπει να βασίζονται σε μια κάποια ουσία. Κάτι πρέπει να γίνεται καλά, κάτι πρέπει να αξίζει τον έπαινο, ό,τι κι αν είναι αυτό· ένας καλλιτέχνης που ζωγραφίζει ωραία; Ένας φωτογράφος με ρηξικέλευθη ματιά; Ένας ταλαντούχος χορευτής; Κάποιο αντικειμενικό ατού πρέπει να πυροδοτεί την αρέσκεια και τα σύγχρονα τεχνολογικά της παρελκόμενα, διαφορετικά δεν μιλάμε για δικτύωση αλλά για έναν αυτοματικό αλληλοαυνανισμό διαρκείας. Ας αγοράζει followers ο Σάκης Ρουβάς, δηλαδή, που το κάνει ήδη μια χαρά. Προσθέτει το λιθαράκι του στο διαδικτυακό ψέμα, αλλά τουλάχιστον αυτός δημιουργεί κάτι, το δουλεύει και το προσφέρει. Είναι τραγουδιστής. Δεν είναι influencer γενικώς κι αορίστως.
Στο τελευταίο album τους, οι Arcade Fire καταπιάστηκαν με αυτήν την “Everything Now” νοοτροπία των καιρών, κι έφαγαν κάμποσο κράξιμο. Θέλησαν οι καημένοι να περιγράψουν με στακάτη ειρωνεία τον εμπορευματοποιημένο καταιγισμό άδειας πληροφορίας που μαστίζει την ψηφιακή εποχή, αλλά το κοινό τούς βρήκε βαρετούς και άτεχνους. Χαστούκι. Κατά έναν τρόπο, όμως, το όλο εγχείρημα πέτυχε φιλοσοφικά τον στόχο του, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Έθιξε την αστειότητα του σύγχρονου mindset κι έτσι προβόκαρε την καλλιτεχνική απόρριψη απ’ τους εύθικτους και μοντέρνους (οι μονοπρόσωπες εταιρείες που λέγαμε πιο πάνω). Επιβεβαιώθηκε ως σύλληψη, λοιπόν.
Σ’ ένα απ’ τα πιο σαρκαστικά τραγούδια του δίσκου τους, συγκεφαλαιώνεται όλο το ζουμί του προβλήματος: Infinite Content. Η φράση επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, δεν υπάρχουν παρά ένας-δύο άλλοι στίχοι, μετά πάλι infinite content, ξανά infinite content, δώσ’του infinite content, και κάπως έτσι η άβολη αλήθεια αποτυπώνεται κρυπτικά, επαναληπτικά, αλλά ξεκάθαρα: Η Generation K δεν σταματάει να καταναλώνει και να καταναλώνεται, δεν σταματάει να διαιωνίζει περιεχόμενο άνευ περιεχομένου. Γι’ αυτό και το content της είναι άπειρο· επειδή είναι κούφιο κι απλοϊκό σαν ρέψιμο μετά από μπίρα. Ομοιομορφία, αναπαραγωγή κι ανουσιότητα. Selfies, contouring, αποφθέγματα, κρέμες κι ωραιοπάθεια σε λούπα 24/7. Πετυχαίνει επειδή είναι πανεύκολο.
Το ότι οι Kardashians καλά κρατούν δέκα χρόνια τώρα είναι μια πειστική ένδειξη πως δεν αποτελούν παροδικό trend. Και να χαθούν όμως, έχουν κληροδοτήσει στον πολιτισμό ό,τι αντιπροσωπεύουν οντολογικά. Κάτι σαν ανεξίτηλο κοινωνικό τατουάζ. Προσοχή όμως, το “τατουάζ” τους δεν είναι αισχρό για αισθητικούς λόγους. Αδιάφοροι οι ψεύτικοι κώλοι, τα βυζιά, οι αγνώριστες φάτσες, τα ενέσιμα και οι ρηχές ζωές τους. Όποιος θέλει ας τα υιοθετήσει, μαζί του 100% αν τον κάνουν ευτυχισμένο. Το θέμα είναι ότι δεν τον κάνουν. Γιατί το ιδίωμα της Generation K είναι ότι τίποτα δεν την ικανοποιεί, τίποτα δεν αποσκοπεί σε κάτι. Όλα γίνονται για να γίνουν. Το μέσο είναι ο προορισμός.
Πάνω από την Jessa και τη Shoshanna, λοιπόν, και λαμβανομένου ή μη υπ’ όψιν του τελευταίου album των Arcade Fire, το ζήτημα πια για τη Generation K (και για κάθε άλλη εδώ που τα λέμε) είναι ένα και κρίσιμο: Δεν είναι τι πράττεις. Δεν είναι τι δεν πράττεις. Είναι να βρίσκεις έναν λόγο γι’ αυτό, διάολε. Έχει και η παρακμή τη γονιμότητά της, αρκεί να πηγαίνει ευθεία και όχι κυκλικά.
του Άρη Αλεξανδρή