Σήμερα πια όλοι μπορούμε να διακρίνουμε τις συνέπειες των περιβαλλοντικών καταστροφών ως το τέλος ενός τρόπου σκέψης και πράξης που είχαμε υιοθετήσει αμετακίνητα. Ο κόσμος αποκαλύπτεται ολοένα και πιο αδιανόητος – ένας κόσμος πλανητικών καταστροφών, πανδημιών, πυρκαγιών, ακραίων καιρικών συνθηκών, που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υποδηλώνουν έναν κίνδυνο εξαφάνισης.
Δεν πρόκειται πλέον για ένα φαντασμαγορικό σενάριο τρόμου αλλά για την καθεαυτή είσοδο του τρόμου στην καθημερινή μας ζωή. Ωστόσο, παρ’ όλες τις διαπιστώσεις και τις διακηρύξεις, τις ανησυχίες και τις επιθυμίες είναι ολοένα και πιο δύσκολο να κατανοήσουμε τον κόσμο και το περιβάλλον στα οποία ζούμε ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι. Κι αυτό γιατί αποφεύγουμε να αναμετρηθούμε με το όριο της ικανότητάς μας να κατανοούμε και να δρούμε στον κόσμο, στις πόλεις και στο περιβάλλον.
Αντιμέτωποι με το αδιανόητο αυτό σύμπαν, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε κάτι που μέχρι τώρα αποφεύγαμε απωθώντας το συστηματικά: ότι όλες oι επιστήμες και οι πρακτικές του σχεδιασμού βρίσκονται σε κρίση, η οποία στη χώρα μας διαθέτει επιπρόσθετα και μια σειρά ευτράπελα χαρακτηριστικά.
Που σημαίνει ότι η αρχιτεκτονική, η πολεοδομία, ο αστικός και περιβαλλοντικός σχεδιασμός, η ίδια η σύγχρονη κουλτούρα, ακόμα και ο τρόπος που σκεφτόμαστε, όπως τα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, έφτασαν στα όρια των δυνατοτήτων του δικού τους τρόπου αλληλεπίδρασης με τον κόσμο και το περιβάλλον.
Δεν αρκούν πλέον οι καταπραϋντικές γενικολογίες, οι ευφυείς υπεκφυγές και οι ρητορικοί εξωραϊσμοί. Ήρθε «η ώρα της αληθινής αίσθησης», όπως την όρισε κάποτε ο αυστριακός συγγραφέας Πέτερ Χάντκε.
Η στιγμή της ριζικής αναθεώρησης. Πρόκειται για τη στιγμή όπου η αρχιτεκτονική αλλά και όλες οι επιστήμες του σχεδιασμού αναγνωρίζουν τα δικά τους όρια και τους περιορισμούς. Και αυτό μπορεί να γίνει σημείο μιας νέας αφετηρίας.
Συνοψίζοντας τον πυρήνα αυτού του προβλήματος διαπιστώνουμε ότι έγκειται σ’ εκείνο που κάποτε έμοιαζε το ανθρωπιστικό μας πλεονέκτημα, το νεωτερικό μας απόγειο: ότι είμαστε αποκλειστικά ανθρωποκεντρικοί. Δηλαδή ότι οι παρεμβάσεις μας καθορίζονται από την προτεραιότητα της ανθρώπινης άποψης και της περιβόητης «αξιοποίησης», ή αν θέλετε το γεωλογικό της αντίστοιχο, της «εκμετάλλευσης».
Απεναντίας, αν η ανθρωπότητα θέλει να επιβιώσει στην εποχή όλων αυτών των εκτεταμένων περιβαλλοντικών καταστροφών – που αρκετοί συνοψίζουν στην έννοια της Ανθρωπόκαινου – πρέπει να μετατοπίσουμε την ανθρώπινη προτεραιότητα υπέρ μιας ευρύτερης, αν θέλετε ολιστικής και ακριβέστερα πλανητικής.
Ας την ονομάσουμε έτσι, προσώρας. Δηλαδή στην κατανόηση του κόσμου στον οποίο ζούμε τόσο ως ανθρώπινο όσο και ως μη ανθρώπινο. Και προπάντων στην κατανόηση αυτής της διαπίστωσης πολιτικά, κοινωνικά, εδαφικά, περιβαλλοντικά, κατοικήσιμα.
Ο αμερικανός δασολόγος και μελετητής της άγριας ζωής Aldo Leopold – στον οποίο η Κατρίν Λαρέρ αφιερώνει ορισμένες εξαίρετες σελίδες στη Φιλοσοφία του περιβάλλοντος (εκδ. Πατάκη)- το διατύπωσε ευθέως, ζητώντας να καταργήσουμε την ανθρωπόμορφη περιβαλλοντική ηθική.
Τότε θα αντιληφθούμε ότι μια από τις πιο ακραίες μορφές μονοκαλλιέργειας που διαθέτουμε είναι οι πόλεις μας: Εξακολουθούμε να θεωρούμε το δάσος σαν κάτι που αγαπάμε και νοσταλγούμε διατηρώντας το «προστατευμένο» στο εξωτερικό, ως τον κατεξοχήν τόπο του έξω, λες και πρόκειται για έναν «προσφυγικό καταυλισμό» – όπως εύστοχα το περιγράφει ο ιταλός φιλόσοφος Emanuele Coccia (Métamorphoses, Rivages 2020) – όλων όσων δεν θέλουμε και δεν κατοικούν στην πόλη.
Και από την άλλη, αντιμετωπίζουμε τις πόλεις σαν κάτι αυτόνομο και εσωτερικό που οικοδομείται ως εξορία και εξαίρεση όλων εκείνων που δεν είναι ορθολογικά και ανθρώπινα, και γι’ αυτό παραμένουν απομακρυσμένα στο «παρθένο και άγριο δάσος».
Για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε όλους τους περιβαλλοντικούς μετασχηματισμούς χρειάζεται να αναθεωρήσουμε όλους αυτούς τους παρωχημένους διαχωρισμούς. Που στην περίπτωσή μας, η κατανόηση αυτή αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για όλες εκείνες τις επείγουσες δράσεις οι οποίες όχι μόνο συμπεριλαμβάνουν αλλά βασίζονται σε μια πρακτική που στη χώρα μας τελεί εν ανεπαρκεία: τον σχεδιασμό.
Από τη στιγμή που η εποχή μας δεν εκδηλώνεται τόσο με «τεχνολογικές φαντασμαγορίες» αλλά με τη μορφή καταστροφών θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε ότι η εποχή του μοντέρνου ανταποκρίθηκε απέναντι σε μια τέτοια δυσοίωνη προοπτική, αρχικά διαμέσου της νευρωτικής σύντηξης ανθρώπου και μηχανής και στη συνέχεια υπαρξιακά. Δεν νομίζω να έχουμε άλλη επιλογή από το να δοκιμάσουμε τις δικές μας απαντήσεις και αναθεωρήσεις.
*Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας, καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας