Ιχνηλάτηση και παρακολούθηση φορέων Covid-19: Διέξοδος για τον έλεγχο της πανδημίας, αδιέξοδο για την ιδιωτικότητα | Γιάννης Γορανίτης

Βρισκόμαστε στον Νοέμβριο του 2020. Έχουμε πια αρχίζει να προσαρμοζόμαστε στη νέα κανονικότητα. Με δυσκολίες, αλλά προσαρμοζόμαστε. Είναι άλλωστε στη φύση μας. Συνηθίσαμε να μην αγγίζουμε πια ο ένας τον άλλο. Οι χειραψίες έχουν προ πολλού σταματήσει. Πόσο μάλλον οι αγκαλιές και τα φιλιά. Τηρούμε τις αποστάσεις ασφαλείας – μεγάλες στα γραφεία, ακόμη μεγαλύτερες στα εστιατόρια. Δεν μας ενοχλεί που στα σούπερ μάρκετ μπορούμε να πηγαίνουμε συγκεκριμένη μέρα βάσει ΑΦΜ, προκειμένου να αποφεύγουμε τον συνωστισμό. Συνηθίσαμε ακόμη και την πανταχού παρούσα μυρωδιά του απολυμαντικού.

Μόνο με τον φόβο δεν εξοικειωθήκαμε ακόμη: Τον φόβο της επιμόλυνσης. Ακόμη κι αν δεν το ομολογούμε, τρέμουμε για τη στιγμή που θα δονηθεί το κινητό και μια γραπτή ειδοποίηση θα μας ενημερώσει για την πιθανότητα επαφής μας με επιβεβαιωμένο κρούσμα. «Την περασμένη Τρίτη βρεθήκατε στην εμβέλεια ενός φορέα του ιού» γράφει το ενημερωτικό SMS. Από εκεί και πέρα, η διαδικασία είναι γνωστή: Τηλεφωνική επικοινωνία με την αρμόδια αρχή, βιντεοκλήση με έναν γιατρό, οδηγίες για αυστηρή απομόνωση στο σπίτι, εγρήγορση για συμπτώματα, τεστ με το πρώτο σύμπτωμα. Εφόσον είμαστε κι εμείς θετικοί, στα κινητά όλων των επαφών μας (γνωστών κι αγνώστων) θα φτάσει ένα αντίστοιχο μήνυμα.

Και η ζωή (θα) συνεχίζεται…

Με τη βοήθεια της τεχνολογίας

Μοιάζουν όλα αυτά βγαλμένα από μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας; Ενδεχομένως. Σε αρκετές περιοχές του πλανήτη, πρόκειται για καθημερινότητα. Η επόμενη φάση στον έλεγχο της πανδημίας επιτάσσει λήψη αυστηρών μέτρων καταγραφής φορέων και υπόπτων, αλλά και ιχνηλάτησης των επαφών τους. Στις περιπτώσεις που τα κρούσματα είναι περιορισμένα, αυτό ενδεχομένως μπορεί να συμβεί με φυσική παρουσία και έλεγχο, όπως γίνεται μέχρι σήμερα στη χώρα μας. Όταν δηλαδή εντοπίζεται ένας φορέας του ιού, του ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να θυμηθεί με ποιους ήρθε σε επαφή τις τελευταίες ημέρες ώστε να τους ειδοποιήσουν για τον πιθανό κίνδυνο επιμόλυνσης. Η διαδικασία αυτή βέβαια έχει πρακτικές δυσκολίες. Η πρώτη είναι πως όταν τα δυνητικά κρούσματα είναι εκατοντάδες ή χιλιάδες, δεν θα επαρκεί ούτε το προσωπικό που διεξάγει τις συνεντεύξεις, ούτε ο απαιτούμενος χρόνος για την ιχνηλάτηση.

Το βασικό όμως πρόβλημα δεν είναι άλλο από την ανθρώπινη μνήμη. Ποιος από μας μπορεί και είναι ποτέ δυνατό να συγκρατήσει τα ονόματα όσων συνάντησε τις τελευταίες 14 ημέρες (ειδικά αν σκεφτούμε τη ζωή μας μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων); Ακόμη όμως κι αν ο φορέας του ιού διαθέτει φωτογραφική μνήμη, πώς είναι δυνατόν να θυμάται όσους βρέθηκαν σε κοντινές θέσεις στο λεωφορείο, στην ίδια ουρά στο ΑΤΜ ή σε κοντινό διάδρομο στο σούπερ μάρκετ;

[Verywell / Catherine Song]

Η λύση στο οικουμενικό αυτό πρόβλημα, που θα γιγαντώνεται όσα αίρονται τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, αναζητείται στην αξιοποίηση της τεχνολογίας: Πρώτο και βασικό μέτρο που εφαρμόζεται ήδη σε ορισμένες χώρες είναι η χρήση εφαρμογών για smartphones, οι οποίες επιτρέπουν την ιχνηλάτηση των επαφών επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, σε συνδυασμό βέβαια με επιθετικούς και μαζικούς ελέγχους. Παρότι προς το παρόν δεν έχει αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα των contact tracing (ιχνηλάτησης επαφών) και proximity (εγγύτητας) apps στην καταπολέμηση του SARS-CoV2, πολλά κράτη σπεύδουν να τις υιοθετήσουν. Κολοσσοί της τεχνολογίας όπως η Apple και η Google, μεμονωμένοι developers και προγραμματιστές, αλλά και ομάδες ερευνητών προτείνουν λύσεις για ακόμη πιο αποτελεσματική ιχνηλάτηση, με την κατά το δυνατό ισχυρότερη προστασία του απορρήτου. Πόσο νόμιμη όμως και κυρίως πόσο ηθική είναι η –ανωνυμοποιημένη έστω– παρακολούθηση των φορέων του κορονοϊού; Και κυρίως, τι συνεπάγεται αυτό για το μέλλον;

«Η συλλογή δεδομένων σε ευρεία κλίμακα θα μπορούσε να βοηθήσει στον περιορισμό της πανδημίας, αλλά δεν πρέπει να αγνοήσει την προστασία της ιδιωτικότητας και της εμπιστοσύνης του κοινού. Πρέπει να αναδειχτούν οι βέλτιστες πρακτικές για τη διατήρηση υπεύθυνων προτύπων συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων σε παγκόσμια κλίμακα», προτείνουν σε άρθρο που συνυπογράφουν οι καθηγητές Βιοηθικής Έφη Βαγενά και Μαρτέλο Ιένκα.

Τα οργουελικής έμπνευσης μέτρα παρακολούθησης στην Κίνα.

Η αρχή έγινε στην Κίνα, όπου επιστρατεύτηκε ένα οργουελικής έμπνευσης σύστημα παρακολούθησης πολιτών. Η περιορισμένη ροή ελεύθερης πληροφορίας από την Κίνα ούτως ή άλλως δεν επιτρέπει στη διεθνή κοινότητα να αξιολογήσει πόσο καθοριστικός ήταν ο ρόλος των εφαρμογών ιχνηλάτησης και παρακολούθησης, αλλά το κινεζικό παράδειγμα με διαφοροποιήσεις ακολουθούν ήδη κι άλλες χώρες. Αυτό που έχει δημιουργήσει αίσθηση είναι μια εφαρμογή, η HealthCode, που αξιοποιεί την τεχνολογία QR-code προκειμένου να κατηγοριοποιεί και να ταυτοποιεί τους πολίτες ανάλογα με την κατάσταση της υγείας τους και την «επικινδυνότητά» τους. Λόγω τεχνικών δυσκολιών, η εθνικής εμβέλειας εφαρμογή δεν έχει προς το παρόν αναπτυχθεί, και οι τοπικές αρχές χρησιμοποιούν αυτόνομα (ανά περιφέρεια ή πόλη) apps. Πλέον το σύστημα λειτουργεί σε συνεργασία με τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους της χώρας (οι μεγαλύτεροι εκ των οποίων, China Unicom και China Telecom, είναι κρατικών συμφερόντων) που ζητούν από τους συνδρομητές τους να συνδέσουν την ταυτότητα ή το διαβατήριό τους με την εφαρμογή, ώστε να παρακολουθείται η κατάστασή τους και εφόσον νοσήσουν να ειδοποιηθούν όσοι ήρθαν σε επαφή μαζί τους.

Η εφαρμογή HealthCode που αναπτύχθηκε από τους κολοσσούς της τεχνολογίας Alibaba and Tencent.

Σύντομα, ακόμη και για απλές καθημερινές δραστηριότητες όπως το να μπει κανείς σε ένα εστιατόριο, στο μετρό ή και το γραφείο του θα απαιτούν το σκανάρισμα του ψηφιακού κωδικού που αντιστοιχεί στη επικινδυνότητά του (με κριτήρια τις μετακινήσεις, τα ταξίδια και τις επαφές του με επιβεβαιωμένα κρούσματα).

Στην Κίνα βέβαια η εφαρμογή ιχνηλάτησης επαφών είναι ένας μόνο από τους άξονες του συστήματος παρακολούθησης. Οι αρχές αξιοποιούν δεδομένα από τις κινήσεις των πολιτών, εντοπίζοντας και καταγράφοντας το στίγμα τους στον χάρτη (μέσω των κεραιών κινητής τηλεφωνίας και των δικτύων Wi-Fi). Σύμφωνα με δημοσίευμα των FT, η κυβέρνηση πιέζει ιδιωτικές εταιρείες να παραχωρήσουν ευαίσθητα δεδομένα πελατών τους με πρόσχημα τον περιορισμό της πανδημίας. Οι κινεζικές αρχές έχουν επίσης ενεργοποιήσει τις λειτουργίες αναγνώρισης προσώπου στις κάμερες «κυκλοφορίας» αλλά και σε όλες τις κάμερες που βρίσκονται σε δημόσιους χώρους, ενώ χρησιμοποιούνται ακόμη και drones για να προειδοποιούν πολίτες που είτε δεν τηρούν τα μέτρα αποστασιοποίησης είτε δεν φορούν μάσκες σε δημόσιους χώρους.

H SenseTime, μία από τις πιο υποσχόμενες startups της χώρας, έχει ήδη παρουσιάσει αρκετές λύσεις που με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης συντείνουν στον έλεγχο των επιδημικών κυμάτων. Για παράδειγμα, μια εφαρμογή μαζικής θερμομέτρησης ατόμων σε δημόσιους χώρους, ένα high-tech εργαλείο εντοπισμού όσων δεν φορούν μάσκα, αλλά και μια εφαρμογή που θα επιτρέπει την αναγνώριση προσώπου ακόμη και όσων φορούν μάσκα.

Πολλοί βέβαια εκφράζουν βάσιμες ανησυχίες ότι η Κίνα, με πρόσχημα τον έλεγχο του νέου κορονοϊού, εγκαθιδρύει μια «αυτοματοποιημένη τυραννία, όπου οι πολίτες θα υπόκεινται σε διαρκή παρακολούθηση και τα ατομικά δικαιώματα θα ανήκουν στο παρελθόν.

Εναλλακτική ιδέα από τη Σιγκαπούρη: Ανωνυμοποίηση των δεδομένων

Αντίστοιχη ήταν η προσέγγιση της κυβέρνησης της Σιγκαπούρης, η οποία διέθετε εκτεταμένη εμπειρία από την αντιμετώπιση του SARS. Βασικό εργαλείο στην προσπάθεια των αρχών να περιορίσουν τη διάδοση του νέου κορονοϊού είναι η εφαρμογή Trace Together, που επιτρέπει την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη ιχνηλάτηση επαφών όσων νοσούν.

Η μοναδική προϋπόθεση έπειτα από την εγκατάσταση της εφαρμογής σε οποιοδήποτε smartphone, είναι η ενεργοποίηση του Bluetooth, προκειμένου η συσκευή να ανταλλάσσει διαρκώς σήματα με άλλες κοντινές συσκευές (αρκεί και σε αυτές να έχει εγκατασταθεί το app και να είναι ενεργό το Bluetooth). Εν συνεχεία, εφόσον ένας χρήστης της εφαρμογής βρεθεί θετικός στον SARS-CoV2, ένα ανωνυμοποιημένο σήμα διαβιβάζεται σε όσους έχουν βρεθεί σε «ύποπτη απόσταση» (εν ολίγοις στην εμβέλεια του Bluetooth) το τελευταίο 14ήμερο, ενημερώνοντάς τους για την πιθανότητα να έχουν εκτεθεί κι αυτοί στον ιό.

Οι προγραμματιστές που συνεργάστηκαν με την τοπική κυβέρνηση στη Σιγκαπούρη διαθέτουν μάλιστα ανοιχτά και δωρεάν το πρωτόκολλο BlueTrace, που έχει σχεδιαστεί για την αποκεντρωμένη καταγραφή των επαφών (στην πράξη της εγγύτητας των συσκευών), και λειτουργεί συμπληρωματικά στο έργο της κεντρικής παρακολούθησης επαφών από τις αρμόδιες αρχές δημόσιας υγείας.

Τα ερωτηματικά που προκύπτουν από τη χρήση του εν λόγω app είναι πολλά, με βασικότερο το πώς διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα που ανταλλάσσουν οι συσκευές είναι πράγματι ανωνυμοποιημένα και δεν οδηγούν σε ταυτοποίηση χρηστών.

Εκτός από την εφαρμογή Trace Together, η τοπική κυβέρνηση αξιοποιεί και ένα σύστημα έμμεσου εντοπισμού της θέσης μέσω SMS, ειδικά για τους φορείς του ιού που βρίσκονται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ο Τζέισον Μπέι, υπεύθυνος της κυβέρνησης για το πρόγραμμα, τοποθετήθηκε πρόσφατα δημοσίως με ένα άρθρο που είχε τον δηλωτικό τίτλο: «Η αυτοματοποιημένη ιχνηλάτηση επαφών δεν είναι η πανάκεια για τον κορονοϊό». Εν ολίγοις, ισχυρίστηκε ότι η τεχνολογία δεν μπορεί να είναι η λύση –τουλάχιστον όχι η μοναδική– αν σκοπεύουμε να περιορίσουμε την πανδημία. «Εφόσον με ρωτήσετε αν οποιοδήποτε σύστημα ανίχνευσης επαφών με τη χρήση Bluetooth που έχει αναπτυχθεί ή βρίσκεται υπό ανάπτυξη οπουδήποτε στον κόσμο, μπορεί να αντικαταστήσει την αυτοπρόσωπη παρακολούθηση επαφών, θα πω ανεπιφύλακτα ότι η απάντηση είναι όχι. Ούτε τώρα ούτε στο προβλέψιμο μέλλον».

Πώς θα διαφοροποιηθούν οι δημοκρατικές κοινωνίες από τις πιο απολυταρχικές;

Το inside story είχε την ευκαιρία να συζητήσει για το ζήτημα με τη Μαρία Τζάνου, αναπλ. καθηγήτρια στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Keele στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Το contact tracing θεωρείται ότι παρέχει μια τεχνολογική λύση για την αντιμετώπιση του Covid-19 αλλά ως μέτρο έχει σημαντικές νομικές και ηθικές πτυχές που πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά» μας είπε η κ. Τζάνου. «Αν δεν μιλάμε για απολυταρχικά καθεστώτα όπως αυτό της Κίνας, τέτοια μέτρα πρέπει να στηρίζονται στην απόλυτη εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και στους δημοκρατικούς θεσμούς, ότι τα προσωπικά δεδομένα τους δεν θα χρησιμοποιηθούν για καταχρηστικούς σκοπούς και για να τους υποβάλλουν σε νέες μορφές ελέγχου, πειθαρχίας και καθολικής παρακολούθησης» τόνισε χαρακτηριστικά. Παράλληλα διατύπωσε ορισμένα βάσιμα ερωτήματα για τις νομικές πτυχές των διαδικασιών ιχνηλάτησης μέσω εφαρμογών:

  • Ποια είναι η νομική φύση του contact tracing (στηρίζεται σε νόμο που έχει υιοθετηθεί βάσει δημοκρατικών διαδικασιών ή είναι μια τεχνολογία που παρέχεται και ελέγχεται από εταιρίες όπως το Facebook και Apple);
  • Πώς γνωρίζουμε ότι το contact tracing είναι ένα αποτελεσματικό μέτρο που μπορεί όντως να βοηθήσει στην καταπολέμηση του Covid-19; Ακόμα και αν αποδεχθούμε ότι είναι αποτελεσματικό μέτρο, είναι απολύτως αναγκαίο;
  • Υπάρχουν άλλα μέτρα που ενδεχομένως απειλούν λιγότερo τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων;
  • Είναι το contact tracing υποχρεωτικό για όλους τους κατόχους smartphone/κινητών ή εξαρτάται από την αποδοχή των πολιτών;
  • Ποιος επεξεργάζεται τα προσωπικά δεδομένα που προέρχονται από το contact tracing, σε ποιους τρίτους φορείς μπορεί αυτά να μεταβιβάζονται και για ποιους σκοπούς;
  • Για πόσο χρονικό διάστημα αποθηκεύονται τα προσωπικά δεδομένα και πότε θα διαγραφούν αυτά;
  • Θα υφίστανται συνέπειες (π.χ. απαγόρευση κυκλοφορίας, άρνηση άσκησης δικαιωμάτων) οι πολίτες που δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν στο contact tracing;

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η κ. Τζάνου, ο τρόπος με τον οποίον κάθε κράτος θα απαντήσει σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, θα είναι αυτός που διαφοροποιεί τις δημοκρατικές κοινωνίες από τις πιο απολυταρχικές. «Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο σε σχέση με το contact tracing είναι ότι θεωρούμε ότι η αποτελεσματικότητά του και η αναγκαιότητά του είναι αυταπόδεικτες, άρα το μόνο που μας απομένει είναι να το υιοθετήσουμε. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι είναι έτσι όντως τα πράγματα».

«Η ενημέρωση για φορείς και πιθανές επαφές μπορεί να γίνει ανώνυμα και αυτό είναι το πρώτο μέτρο που πρέπει να ακολουθείται» τονίζει η κ. Τζάνου, ενώ αναφέρεται στην αναγκαιότητα της ατομικής ευθύνης (π.χ. της εθελοντικής απομόνωσης των φορέων) αντί να θεωρούνται αυτονόητα τα πειθαρχικά μέτρα με αμφισβητούμενα αποτελέσματα. «Η άρση του ιατρικού απορρήτου για όσους φορείς του ιού δεν τηρούν τα μέτρα απομόνωσης, δεν είναι σε καμία περίπτωση αποδεκτή σε ένα δημοκρατικό καθεστώς» μας λέει χαρακτηριστικά.

Είναι εφικτή μια πανευρωπαϊκή λύση;

Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες λειτουργούν ήδη ή αναπτύσσονται εργαλεία και εφαρμογές που βοηθούν στην κατανόηση του τρόπου εξάπλωσης του κορονοϊού, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων τα δεδομένα κινητής τηλεφωνίας που μεταφέρονται από τους παρόχους, αφού πρώτα αφαιρεθούν τα δεδομένα που μπορούν να οδηγήσουν σε ταυτοποίηση ατόμων. Η παραδοχή της γαλλικής κυβέρνησης για την ανάπτυξη της εφαρμογής StopCovid προκαλεί ήδη έντονες αντιδράσεις, όπως συμβαίνει και με το αντίστοιχο app στην Ολλανδία.

Η ΕΕ μας ενημέρωσε πρόσφατα ότι θα ενθαρρύνει την ανάπτυξη ενός project που θα έχει στόχο τη «συλλογή εναρμονισμένων δεδομένων και ανάπτυξη άρτιου συστήματος αναφοράς και ιχνηλάτησης των επαφών», τονίζοντας μάλιστα ότι μεταξύ άλλων θα αξιοποιηθούν και ψηφιακά εργαλεία, αρκεί να σέβονται πλήρως το απόρρητο των δεδομένων. Η σύσταση της ΕΕ πάντως, κάνει λόγο για «κοινή εργαλειοθήκη για μια κοινή και συντονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τη χρήση εφαρμογών για έξυπνα τηλέφωνα οι οποίες να τηρούν πλήρως τα ενωσιακά πρότυπα προστασίας των δεδομένων» (κυρίως τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων [GDPR] και την Οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες [e-Privacy]).

Παρά τη διαφαινόμενη επίσπευση όμως, η ΕΕ έδωσε στα κράτη-μέλη περιθώριο υποβολής των εκθέσεων που αφορούν τις σχετικές δράσεις έως τις 31 Μαΐου 2020.

Ήδη υπό ανάπτυξη βρίσκεται η πλατφόρμα της πρωτοβουλίας PEPP-PT (Pan-European Privacy-Preserving Proximity Tracing), η οποία όπως λένε οι εμπνευστές της αναμένεται να αποτελέσει βασικό εργαλείο εν όψει της σταδιακής άρσης των μέτρων στις ευρωπαϊκές χώρες. Φημολογείται ότι η πρωτοβουλία έχει ήδη καταλήξει σε συμφωνία με 40 χώρες, πολλές εκ των οποίων ευρωπαϊκές. Το σύστημα αναπτύσσεται από μια ομάδα 130 ακαδημαϊκών από οκτώ χώρες της ΕΕ. Βασικό μέλημα είναι αφενός η υιοθέτηση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής λύσης και αφετέρου ο απόλυτος σεβασμός της ιδιωτικότητας των πολιτών της ΕΕ. Βασίζεται και αυτή στην ανάλυση των σημάτων Bluetooth των κινητών τηλεφώνων. Τα δεδομένα αποθηκεύονται προσωρινά στα τηλέφωνα των χρηστών και καταστρέφονται κάθε 14 ημέρες, εφόσον δεν έχει προηγηθεί ειδοποίηση ότι ο χρήστης βρέθηκε σε κοντινή απόσταση από κάποιον φορέα. Το «μανιφέστο» των ερευνητών είναι ενδεικτικό των προθέσεων για προστασία των ατομικών δικαιωμάτων αλλά και για την τήρηση όλων των σχετικών κανόνων της ΕΕ και δη του GDPR.

Τονίζουν μάλιστα ότι οι εθνικές δημόσιες αρχές και οι υπηρεσίες προστασίας δεδομένων θα έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τις εφαρμογές αποκτώντας πρόσβαση στον κώδικα της PEPP-PT. Ο αρμόδιος Επίτροπος της ΕΕ Τιερί Μπρετόν δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο πανευρωπαϊκής υιοθέτησης της εφαρμογής, εφόσον αποδειχθεί συμβατή με τις «αξίες της ΕΕ», ειδικά όσον αφορά τη διασφάλιση του απορρήτου.

Τι θα κάνει η Ελλάδα;

Ασφαλείς πληροφορίες του inside story κάνουν λόγο για διερευνητικές επαφές των ελληνικών αρχών με στόχο την ανάπτυξη τοπικής έκδοσης μιας εφαρμογής ιχνηλάτησης που θα βασίζεται στο πρωτόκολλο που προτείνει η PEPP-PT. Από πηγές του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, πάντως, μάθαμε ότι προς το παρόν δεν υπάρχουν οριστικές αποφάσεις. Όπως εξάλλου πληροφορούμαστε, έχουν ήδη γίνει επαφές τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και ευρωπαϊκών φορέων με τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους στη χώρα μας, αλλά ακόμη δεν έχει ληφθεί επίσημη απόφαση.

Ο Μιχάλης Τσαμάζ, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΟΤΕ, διευκρίνισε στο inside story ότι πράγματι έχουν δεχθεί αιτήματα τόσο από την ελληνική κυβέρνηση (και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης) όσο και από την ΕΕ μέσω του Ρομπέρτο Βιόλα (Γενικού Διευθυντή Digital Single Market). «Τα αιτήματα αυτά όμως αφορούν την κίνηση του πληθυσμού, το ποσοστό παραμονής στο σπίτι, το ποσοστό εξόδων, τις διανυθείσες αποστάσεις εκτός σπιτιού. Αυτά έχουν ζητηθεί προκειμένου να καταγράψουν οι αρμόδιοι το πώς κινείται ο πληθυσμός». Όπως μας είπε ο κ. Τσαμάζ, ο ΟΤΕ θα ανταποκριθεί θετικά στα αιτήματα, διασφαλίζοντας όμως 100% την ανωνυμία των χρηστών. Θα δοθούν δηλαδή γενικά νούμερα, χωρίς να υπάρχει ταυτοποίηση πολιτών. «Σε καμία περίπτωση και δεσμευόμαστε ότι θα προστατεύσουμε την ανωνυμία όλων των χρηστών μας», τόνισε ο κ. Τσαμάζ.

Ο Πρόεδρος και CEO του Ομίλου OTE, Μιχάλης Τσαμάζ απαντάει στις ερωτήσεις μας κατά τη διάρκεια της πρώτης διαδικτυακής συνέντευξης Τύπου.

Σε συμπληρωματική ερώτηση του inside story για την ταυτοποίηση των φορέων μέσω εφαρμογών και την ιχνηλάτηση των επαφών τους, ο Πρόεδρος και CEO του ΟΤΕ επίσης επιβεβαίωσε ότι γίνονται αρχικές συζητήσεις, αλλά προς το παρόν δεν έχει ζητηθεί συνδρομή από τον ΟΤΕ για την ανάπτυξη εφαρμογής. Εξέφρασε μάλιστα τις προσωπικές του αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά μια τέτοια εφαρμογή. Οι λόγοι, όπως μας είπε ο Μιχάλης Τσαμάζ, είναι τεχνικής φύσεως, καθώς η τεχνολογία Bluetooth μπορεί να καταγράφει την εγγύτητα δύο συσκευών ακόμη και σε απόσταση 10 έως 15 μέτρων, με αποτέλεσμα η πληροφορία να μην έχει μεγάλη χρηστική αξία. «Από την άλλη, αν μας ζητηθούν επίσημα είτε με εισαγγελική διάταξη είτε αν ψηφιστεί σχετικός νόμος, είμαστε υποχρεωμένοι να παρέχουμε αυτές τις πληροφορίες» δήλωσε χαρακτηριστικά.

«Η αποτελεσματικότητα των apps είναι 100% εξαρτημένη από τη δυνατότητα εκτεταμένων, έγκαιρων και στοχευμένων ελέγχων»

Το inside story συζήτησε για το ζήτημα των εφαρμογών με τον Γιάννη Σκοπούλη, Αναπληρωτή Διευθυντή Ψηφιακής Διακυβέρνησης του ΕΔΥΤΕΗ (Εθνικό Δίκτυο Υποδομών Τεχνολογίας και Έρευνας Α.Ε.). Ο κ. Σκοπούλης θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή κατεύθυνση θα είναι ενιαία, για πολλούς λόγους πέρα από την τεχνολογία. «Θεωρούμε ότι οι εμπλεκόμενοι φορείς αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα των σχετικών τεχνολογιών για την παρατεταμένη περίοδο διαδοχικής ενίσχυσης και χαλάρωσης των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης που είναι μπροστά μας, προσμετρούν τους αναγκαίους συμβιβασμούς μεταξύ αφενός της προστασίας της ιδιωτικότητας και αφετέρου της αποτελεσματικότητας, και συγχρόνως κατανοούν τους κινδύνους που ενέχει η αποσπασματική χρήση των εφαρμογών αυτών εάν δεν υπάρχει συντονισμένη δράση και ετοιμότητα των εθνικών συστημάτων υγείας και πολιτικής προστασίας».

Ο κ. Σκοπούλης επισημαίνει ότι οι συγκεκριμένες τεχνολογικές προσεγγίσεις συνδέονται ευθέως με το testing. «Η αποτελεσματικότητα των τεχνολογικών λύσεων είναι 100% εξαρτημένη από τη δυνατότητα εκτεταμένων, έγκαιρων και στοχευμένων ελέγχων, αλλά και αξιοποίησης των σχετικών πληροφοριών από τα εθνικά συστήματα υγείας» τονίζει. «Αν τα τεστ διενεργούνται με τρόπο καθολικό και ομοιόμορφα κατανεμημένο, και ο διαμοιρασμός των πληροφοριών οδηγεί άμεσα στην αυτοαπομόνωση όσων πληροφορούνται μέσω της εφαρμογής ότι έχουν εκτεθεί, έχει υπολογισθεί, βάσει μοντέλων, ότι ακόμη και ένα 10% χρήσης μπορεί να έχει ισχυρό αντίκτυπο στη μείωση της διασποράς».

Μοριακή ανίχνευση SARS-COV-2 (COVID-19) σε δείγματα-επιχρίσματα του ανωτέρου αναπνευστικού συστήματος στο ιδιωτικό διαγνωστικό εργαστήριο βιοαναλυτικής «ΓΕΝΟΤΥΠΟΣ», Μ. Δευτέρα 13 Απριλίου 2020. [Eurokinissi]

Ο κ. Σκοπούλης επισημαίνει επίσης ότι οι περιορισμοί που συνδέονται με τη χρήση των εφαρμογών (απαίτηση για κατοχή smartphone με Bluetooth, συγκεκριμένη έκδοση λογισμικού συστήματος, ψηφιακή εγγραμματοσύνη κ.λπ.) ενδέχεται όχι μόνο να επηρεάσουν την ευρεία διάδοσή τους, αλλά και να αποκλείσουν τμήματα του πληθυσμού από τη χρήση τους – κατά τεκμήριο τις πιο ευάλωτες ομάδες: υπερήλικες, οικονομικά ασθενέστερους, αστέγους, Ρομά κ.ά.

«Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ακρίβεια της εφαρμογής δεν είναι εξασφαλισμένη καθώς μπορεί να οδηγήσει σε “ψευδώς θετικά”, ιδίως σε περιπτώσεις όπου η γειτνίαση από άποψη ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας δεν αντιστοιχεί σε πραγματική γειτνίαση από την άποψη μετάδοσης του ιού» λέει στο inside story o Γιάννης Σκοπούλης (π.χ. η εγγύτητα μεταξύ δύο οδηγών αυτοκινήτων με τα παράθυρα σηκωμένα, η εξυπηρέτηση πελατών πίσω από γυάλινο πέτασμα, η εργασία σε χώρους με διαχωριστικά κ.λπ.) «ή και σε “ψευδώς αρνητικά” αν η γειτνίαση των ανθρώπων δεν συνοδεύεται υποχρεωτικά από γειτνίαση των κινητών τους» (κινητό σε αλουμινόχαρτο, ξεχασμένο, ηθελημένα ή μη, σε άλλο χώρο κ.λπ.). Γι’ αυτό και δεν αποκλείει ότι ενδέχεται να οδηγηθούμε σε πιο αυστηρές και συγκεντρωτικές λύσεις, εις βάρος του σεβασμού της ιδιωτικότητας και των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.

Ο κ. Σκοπούλης επισημαίνει τέλος ότι είναι δύσκολη η πρόβλεψη της εξέλιξης σε αυτόν τον τομέα, καθώς η συζήτηση είναι περισσότερο πολιτική παρά τεχνολογική. Ειδικά εν μέσω καταστάσεων όπου η παραβίαση βασικών αρχών μπορεί να αιτιολογηθεί ή ακόμη και να γίνει αντικείμενο λαϊκής «απαίτησης», όπως λέει στο inside story, προκειμένου να διασφαλισθεί το «δημόσιο συμφέρον», να αντιμετωπισθεί η «ανωτέρα βία», και να αποκατασταθεί το «αίσθημα ασφάλειας».

Η εναλλακτική ευρωπαϊκή πρόταση με έμφαση στα «αποκεντρωμένα» δεδομένα

Παρά τις διαβεβαιώσεις των εισηγητών της πρότασης PEPP-PT, δεκάδες συνάδελφοί τους, ακαδημαϊκοί και ερευνητές απ’ όλη την Ευρώπη, εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους κυρίως όσον αφορά τον κεντρικό έλεγχο των δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές και κατ’ επέκταση τις κυβερνήσεις. Συγκρότησαν μάλιστα την πρωτοβουλία «Decentralized Privacy-Preserving Proximity Tracing» και διατύπωσαν μια εναλλακτική πρόταση που βασίζεται στην «αποκεντρωμένη» λειτουργία και εργάζονται ήδη για την ανάπτυξη μιας αντίστοιχης αλλά πιο ασφαλούς πλατφόρμας. Το σύστημα, με την κωδική ονομασία DP-3T, στοχεύει στην επιτάχυνση και τη βελτίωση της ακρίβειας της ανίχνευσης επαφών, χωρίς να διακυβεύεται η ιδιωτικότητα των πολιτών.

Και αυτή η λύση βασίζεται σε μια εφαρμογή για smartphone που καταγράφει μέσω Bluetooth ανώνυμες πληροφορίες σχετικά με τις επαφές των χρηστών. Εφόσον ένας χρήστης διαγνωστεί θετικός από μια υγειονομική αρχή, η εφαρμογή ειδοποιεί όλους τους άλλους χρήστες που διατρέχουν κίνδυνο λόγω εγγύτητας με τον φορέα στο πρόσφατο παρελθόν. Τόσο ο κώδικας όσο και η τεκμηρίωση του συστήματος παρέχονται σε open-source βάση, ούτως ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο σύστημα.

Το inside story είχε την ευκαιρία να συζητήσει την εναλλακτική πρόταση με τον Απόστολο Πυργελή, μεταδιδακτορικό ερευνητή στο Laboratory for Data Security της Ομοσπονδιακής Πολυτεχνικής Σχολής της Λωζάννης (EPFL). «Η βασική διαφοροποίηση μεταξύ της συγκεντρωτικής και της αποκεντρωμένης προσέγγισης για την ανίχνευση επαφών, είναι το πού πραγματοποιείται η επεξεργασία δεδομένων που απαιτούνται για την ταυτοποίηση ατόμων που κινδυνεύουν. Στην πρώτη, η επεξεργασία εκτελείται σε έναν κεντρικό διακομιστή ο οποίος συλλέγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες από πολλούς χρήστες, ενώ στη αποκεντρωμένη, εκτελείται τοπικά στις συσκευές των χρηστών».

Ο κ. Πυργελής αναφέρει επίσης ότι τα συστήματα και οι εφαρμογές που λειτουργούν σε ασιατικές χώρες συλλέγουν πολλές προσωπικές πληροφορίες σχετικά με τους χρήστες. «Συζητώντας με επιδημιολόγους, διαπιστώσαμε ότι αυτός ο όγκος πληροφοριών δεν είναι απαραίτητος για την ανίχνευση επαφών, και ως εκ τούτου, το σύστημά μας ακολουθεί μια προσέγγιση ελαχιστοποίησης δεδομένων, ούτως ώστε να τίθενται υπό επεξεργασία μόνο οι ελάχιστες δυνατές απαιτούμενες πληροφορίες» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Έλληνας ερευνητής, δίνοντας το παράδειγμα της μη συλλογής του αριθμού τηλεφώνου ή των δεδομένων τοποθεσίας.

Όσον αφορά τις εγγυήσεις ότι το σύστημα δεν θα απειληθεί από hackers ή ακόμη και αυταρχικές κυβερνήσεις, ο Απόστολος Πυργελής μας εξηγεί ότι το σύστημα βάσει σχεδιασμού δεν συλλέγει ούτε αποθηκεύει προσωπικές πληροφορίες σε διακομιστή, επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος (ούτε για χάκερ ούτε για αυταρχικές κυβερνήσεις) να προσπαθήσουν να αποκτήσουν πρόσβαση. Ο μόνος τρόπος να το πράξουν θα ήταν να αποκτήσουν πρόσβαση στα κινητά των χρηστών.

«Τόσο η δημόσια υγεία όσο και η ιδιωτική ζωή είναι πολύ σημαντικές αξίες στη ζωή μας και η δουλειά μας δείχνει ότι δεν υπάρχει λόγος να θυσιάσουμε το ένα για χάρη του άλλου. Επιπλέον, η επιτυχία των εφαρμογών ανίχνευσης επαφών για τη δημόσια υγεία εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, ένας από τους οποίους είναι η υιοθέτησή τους εκ μέρους των χρηστών. Για τον σκοπό αυτό, είναι υψίστης σημασίας να διασφαλίσουμε στους χρήστες ότι η εφαρμογή είναι χρήσιμη για τη δημόσια υγεία καθώς και ότι προστατεύεται το απόρρητό τους. Τέλος, πιστεύουμε ότι είναι ζωτικής σημασίας να μην γίνεται κακή χρήση οποιασδήποτε εφαρμοσμένης τεχνολογίας στο μέλλον και ως εκ τούτου να μην εισάγει νέα προβλήματα στην κοινωνία μας».

Αξιοσημείωτο είναι ότι η πρωτοβουλία PEPP-PT, ενώ αρχικά δεσμεύτηκε ότι θα χρησιμοποιήσει το πρωτόκολλο DP-3T (Decentralized Privacy-Preserving Proximity Tracing), προφανώς μετά από πολιτικές πιέσεις στις 18 Απριλίου αντικατέστησε το πρωτόκολλο με το πιο συγκεντρωτικό γαλλο-γερμανικό πρωτόκολλο ROBERT, αποτέλεσμα συνεργασίας των INRIA και Fraunhofer Institute. Στη λύση αυτή, όπως επισημαίνουν πηγές του inside story, η ευθύνη του σεβασμού της ιδιωτικότητας, της τήρησης της ανωνυμίας και της μη αποθήκευσης «επαφών», ανατίθεται σε «έμπιστη» κρατική οντότητα.

Αποτελεσματικά τα apps μόνο αν τα χρησιμοποιεί ο μισός πληθυσμός
Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, οι εφαρμογές ιχνηλάτησης επαφών μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά μόνο στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται από την πλειονότητα του πληθυσμού μιας χώρας ή περιοχής (τουλάχιστον το 50-60% του πληθυσμού). Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν ότι ένα app για κινητά μπορεί να μειώσει τη διάδοση του ιού σε οποιοδήποτε στάδιο της επιδημίας. «Θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στη μείωση των σοβαρών κοινωνικών, ψυχολογικών και οικονομικών επιπτώσεων που προκαλούνται από τις εκτεταμένες καραντίνες» αναφέρουν.

Ποιοι επαφές θεωρούνται ύποπτες;

Σύμφωνα με το ECDC, «επαφή» ενός φορέα Covid-19 είναι οποιοδήποτε άτομο είχε επαφή μαζί του από 48 ώρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων, έως 14 ημέρες μετά την έναρξη τους. Δεδομένου ότι το 12,6% των αναφορών έδειξαν προ-συμπτωματική μετάδοση, ενώ από άλλες μελέτες δεν προκύπτει σημαντική διαφορά στο ιικό φορτίο μεταξύ ασυμπτωματικών και συμπτωματικών ασθενών, η έννοια της επαφής επεκτείνεται και σε ασυμπτωματικούς φορείς της νόσου (όσους ήρθαν σε επαφή από 48 ώρες πριν από τη λήψη του [θετικού] δείγματος, έως 14 ημέρες μετά τη λήψη).

Προβλέπεται βέβαια και ταξινόμηση των επαφών βάσει του επίπεδου έκθεσης (χαμηλού και υψηλού κινδύνου). Ως στενή επαφή, άρα και άτομο υψηλού κινδύνου, θεωρείται το άτομο που:

  • Είχε επαφή πρόσωπο με πρόσωπο με φορέα εντός δύο μέτρων για περισσότερο από 15 λεπτά.
  • Είχε φυσική επαφή με φορέα.
  • Είχε άμεση επαφή με μολυσματικές εκκρίσεις ενός φορέα (π.χ. βήχα) χωρίς προστατευτικά μέσα.
  • Βρισκόταν στον ίδιο κλειστό χώρο (π.χ. νοικοκυριό, τάξη, αίθουσα συσκέψεων, αίθουσα αναμονής νοσοκομείου, κ.λπ.) με έναν φορέα για περισσότερα από 15 λεπτά.
  • Βρισκόταν σε αεροσκάφος σε απόσταση δύο θέσεων (προς οποιαδήποτε κατεύθυνση) από φορέα. Σε περίπτωση που το κρούσμα παρουσιάζει σοβαρά συμπτώματα, στενές επαφές θεωρούνται όσοι κάθονταν στην ίδια πτέρυγα ή και όλοι οι επιβάτες.
  • Ένας εργαζόμενος στην υγειονομική περίθαλψη ή άλλο άτομο που παρέχει φροντίδα σε φορέα.

Είναι λοιπόν σαφές ότι μια εφαρμογή που καταγράφει απλώς την εγγύτητα δύο ατόμων, και μάλιστα με αμφίβολη ακρίβεια, δεν είναι δυνατό να λάβει υπόψη όλα αυτά τα κριτήρια ώστε να λειτουργήσει απολύτως αποτελεσματικά.

H αναπάντεχη συνεργασία των μεγάλων ανταγωνιστών: Apple και Google μαζί κατά του κορονοϊού

Η είδηση και μόνο ότι η Apple και η Google συνεργάζονται για να φέρουν το contact tracing σε 3 δισεκατομμύρια κατόχους έξυπνων κινητών σε όλο τον πλανήτη, είναι ενδεικτική της βαρύτητας που δίνεται σε αυτές τις εφαρμογές. Το τεχνικό πλεονέκτημα της εν λόγω λύσης είναι ότι επιτρέπει την πανεύκολη εγκατάσταση εφαρμογών που χρησιμοποιούν την τεχνολογία Bluetooth σε συσκευές με λειτουργικό iOS και Android (πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού διαθέτει smartphones και tablets με ένα από τα δύο λειτουργικά). Σε αντίθεση με ό,τι γράφεται, οι δύο εταιρείες δεν πρόκειται να αναπτύξουν συγκεκριμένη εφαρμογή που θα κατεβάζουν οι χρήστες, αλλά την τεχνολογία που θα επιτρέπει στους προγραμματιστές να αναπτύσσουν apps. Ουσιαστικά, αναφέρονται σε ένα API (διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών) που θα επιτρέπει τη διαλειτουργικότητα μεταξύ συσκευών Android και iOS κατά τη χρήση των apps που θα επιλέξουν οι κατά τόπους οργανισμοί υγείας. Το API αναμένεται να παρουσιαστεί τον Μάιο ενώ αργότερα –πιθανότατα μετά το καλοκαίρι– θα λανσαριστεί και μία ευρύτερη πλατφόρμα ιχνηλάτησης επαφών, που θα χρησιμοποιεί ως βάση τις υποκείμενες πλατφόρμες.

Στο άμεσο μέλλον μάλιστα, τόσο η Apple όσο και η Google θα προεγκαταστήσουν την εφαρμογή στα λειτουργικά τους ώστε το λογισμικό ανίχνευσης επαφών να λειτουργεί χωρίς να απαιτείται το download της εφαρμογής.

Εκτός από τις ελπίδες που δημιουργεί η συνεργασία στους υπερμάχους της ιδέας, σκορπά και ανησυχίες σε όσους δεν θα ήθελαν τόσο ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα να καταλήξουν στους εν πολλοίς ανεξέλεγκτους κολοσσούς της τεχνολογίας. Αμφότερες οι εταιρείες έσπευσαν να διαβεβαιώσουν ότι το σύστημα είναι σχεδιασμένο ώστε να διασφαλίζει την ιδιωτικότητα των χρηστών, ενώ τονίζουν ότι δεν θα συλλέγονται δεδομένα τοποθεσίας. Παράλληλα, διαβεβαιώνουν ότι τα δεδομένα δεν θα διατηρούνται τοπικά, ενώ ούτε οι ίδιες θα έχουν πρόσβαση σε αυτά.

Εν τω μεταξύ αναπτύσσεται σωρεία εφαρμογών και εργαλείων προς την ίδια κατεύθυνση, όπως το CovidWatch του Πανεπιστημίου Stanford που επιχειρεί τη χαρτογράφηση της εξάπλωσης της πανδημίας διαφυλάσσοντας παράλληλα τα ευαίσθητα δεδομένα και το SafePaths του MIT που συλλέγει ανωνυμοποιημένα δεδομένα για τις διαδρομές των φορέων του ιού. Η επάλληλη πρωτοβουλία ερευνητών του ΜΙΤ για διασφάλιση της προστασίας της ιδιωτικότητας, που ονομάστηκε PACT (Private Automated Contact Tracing), έχει ήδη βρει υποστηρικτές σε όλο τον κόσμο. Αντίστοιχοι είναι οι στόχοι της TCN Coalition, που προτάσσει την προστασία της ιδιωτικότητας σε όλες τις εφαρμογές ιχηλάτησης επαφών και ήδη αξιοποιείται από developers που αναπτύσσουν εφαρμογές για λογαριασμό ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (Γερμανία, Ιταλία, ΗΠΑ κ.ά.).

Ένα ελληνικό hackathon με καλό σκοπό
Ο διαγωνισμός HackCorona, που διοργανώθηκε από τους Data Natives /Dataconomy με τη υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, συγκέντρωσε 54 ομάδες (επιστήμονες ειδικούς στα δεδομένα, προγραμματιστές, διαχειριστές έργου, σχεδιαστές, επαγγελματίες της υγείας και εκπαιδευτές) που παρουσίασαν καινοτόμες λύσεις για την αντιμετώπιση του νέου κορονοϊού. Ορισμένες εξ αυτών είχαν άμεση συνάρτηση με την ανάγκη για ιχνηλάτηση και έλεγχο των κρουσμάτων. Στην πρώτη θέση βρέθηκε το Hackit-19, μια εφαρμογή που βοηθά το κοινό να λάβει την απόφαση για το πότε μπορεί να κυκλοφορήσει και πότε να παραμείνει στο σπίτι, με οπτικοποίηση μέσω χάρτη θερμότητας. Ξεχώρισε επίσης η εφαρμογή «Survivors», που προβλέπει την αυτο-αναφορά ασθενών που έχουν αναρρώσει, αλλά και η λύση «ΓΝΩΜΩΝ (Gnomon)», που συμβάλλει στον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού εντοπίζοντας δεδομένα GPS από άτομα που έχουν μολυνθεί από τον ιό (προβλέπεται η ανεξάρτητη διαχείριση εκ μέρους του χρήστη, ώστε να επιλέγει αν θα μοιραστεί τα δεδομένα του).

Ποιες χώρες χρησιμοποιούν ήδη εφαρμογές ιχνηλάτησης και ποιες αναπτύσσουν αντίστοιχες

  • Νότια Κορέα: Η χώρα με τα αυστηρότερα ίσως μέτρα –εκτός Κίνας– με στόχο τον έλεγχο της επιδημίας, που σε ένα βαθμό τα έχει καταφέρει. Οι αρχές έδωσαν εξ αρχής ιδιαίτερη έμφαση στην άμεση και εκτενή ιχνηλάτηση επαφών των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων. Εκτός από την εφαρμογή ιχνηλάτησης για κινητά, οι αρχές της Ν. Κορέας έχουν δομήσει ένα πολυεπίπεδο σύστημα εντοπισμού και παρακολούθησης φορέων και επαφών. Όπως προβλέπει ο σχετικός νόμος (περί ελέγχου και πρόληψης μολυσματικών νόσων), οι υγειονομικές αρχές με την έγκριση της αστυνομίας μπορούν να κάνουν χρήση του στίγματος του κινητού τηλεφώνου, των γεωγραφικών δεδομένων GPS, αλλά και να αποκτούν πρόσβαση σε δεδομένα πληρωμών με πιστωτικές κάρτες και ταξιδιωτικά αρχεία. Να σημειώσουμε ότι όσοι έρχονται σε επαφή με φορέα του ιού (έχουν βρεθεί σε εμβέλεια δύο μέτρων από αυτόν), μπαίνουν υποχρεωτικά σε αυτοαπομόνωση 14 ημερών. Αν και οι Κορεάτες είναι πειθαρχημένος λαός, αρκετοί «έσπασαν» την καραντίνα και κινήθηκαν σε δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα την επιβολή βαρύτατων προστίμων αλλά και την αυστηροποίηση του νόμου. Με νέα τροπολογία οι αρχές έχουν την δυνατότητα να ελέγχουν σε πραγματικό χρόνο τη θέση των «ύποπτων» για παραβίαση της καραντίνας, ενώ το σχετικό αίτημα ικανοποιείται με αυτοματοποιημένο τρόπο σε λίγα δευτερόλεπτα, όταν προηγουμένως απαιτούνταν μία περίπου ημέρα. Το γεγονός ότι το σύστημα της Ν. Κορέας είναι από τα πιο επιτυχημένα στον έλεγχο της διάδοσης του ιού, αν μη τι άλλο δημιουργεί ανησυχίες για τη μεταφορά του παραδείγματος ανά τον κόσμο, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται για τη διασφάλιση της ιδιωτικότητας των πολιτών.
  • Ταϊβάν: Παρότι γειτνιάζει με την Κίνα, έχει κατορθώσει να κρατήσει πολύ χαμηλά τον αριθμό των κρουσμάτων και των θυμάτων (περίπου 400 επιβεβαιωμένοι φορείς και μόλις έξι θύματα). Για να τα καταφέρει, αξιοποίησε την «τεχνογνωσία» από την επιδημία του SARS και ορισμένα τεχνολογικά εργαλεία. Το βασικότερο ήταν μια εφαρμογή με σάρωση QR codes που καθόριζε την «επικινδυνότητα» των πολιτών βάσει των μετακινήσεων και των επαφών τους, αλλά και της καταχώρησης ύποπτων συμπτωμάτων μέσω ενός online συστήματος. Όσα άτομα θεωρούνται υψηλού κινδύνου παραμένουν σε κατ’ οίκον περιορισμό, ενώ παρακολουθούνται μέσω του στίγματος του κινητού τους τηλεφώνου για να διασφαλιστεί ότι παρέμειναν στο σπίτι κατά τη διάρκεια της περιόδου επώασης.
  • Ταϊλάνδη: Μία ακόμη ασιατική χώρα που αξιοποιεί εφαρμογή για κινητά προκειμένου να ιχνηλατεί επαφές δυνητικών φορέων. Η εγκατάσταση της εφαρμογής είναι μάλιστα υποχρεωτική για όσους φτάνουν στα διεθνή αεροδρόμια της χώρας.
  • Χονγκ Κονγκ: Εκτός της εφαρμογής, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί και «βραχιολάκια» που εκπέμπουν διαρκώς σήμα προκειμένου να είναι δυνατός ο γεωγραφικός εντοπισμός. Η εφαρμογή StayHomeSafe της τοπικής κυβέρνησης εγείρει επίσης ανησυχίες για τη διασφάλιση της ιδιωτικότητας των πολιτών, με ορισμένους να αποκαλύπτουν ότι το app αποκτά πρόσβαση και σε αρχεία και δεδομένα του κινητού που δεν έχουν καμία σχέση με τον έλεγχο της πανδημίας (π.χ. επαφές, φωτογραφίες).
  • Ιράν: Μία ακόμη χώρα όπου ο έλεγχος της πληροφορίας προς τα ΜΜΕ δεν επιτρέπει την πλήρη επισκόπηση της πανδημικής κρίσης και των μέτρων παρακολούθησης. Παρότι στη χώρα δεν λειτουργεί επίσημα εφαρμογή ιχνηλάτησης, σε ρεπορτάζ του Vice αποκαλύπτεται ότι μια εφαρμογή αυτοματοποιημένης διάγνωσης συμπτωμάτων της νόσου Covid-19 στην πράξη λειτουργεί ως εργαλείο παρακολούθησης των κινήσεων εκατομμυρίων πολιτών.
  • Ισραήλ: Όταν ακόμη ο αριθμός των κρουσμάτων στη χώρα ήταν διψήφιος, ο Γενικός Εισαγγελέας της χώρας «ενέκρινε τη χρήση μέτρων που επιτρέπουν τον εντοπισμό των τηλεφώνων των ασθενών», δίνοντας πράσινο φως στην Shin Bet, την εγχώρια υπηρεσία πληροφοριών του Ισραήλ, προκειμένου να παρακολουθεί ενεργά και σε πραγματικό χρόνο τους πολίτες βάσει της θέσης του κινητού τους, αλλά και της καταχώρησης δεδομένων κίνησης σε βάση δεδομένων. Οι ενστάσεις που εκφράστηκαν για παραβίαση στοιχειωδών δικαιωμάτων δεν πτοούν προς το παρόν τις αρχές.
  • Τσεχία: Η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που ανέπτυξε και χρησιμοποίησε εφαρμογή ιχνηλάτησης και παρακολούθησης επαφών. Το app «eRouska» που αξιοποιεί την τεχνολογία Bluetooth αναπτύχθηκε από ανεξάρτητους προγραμματιστές και παραχωρήθηκε στην κυβέρνηση της χώρας.
  • Νορβηγία: Η εφαρμογή StopMitte που παρουσιάστηκε επίσημα από τη νορβηγική κυβέρνηση (η πρωθυπουργός μάλιστα ζήτησε από τους πολίτες να την κατεβάσουν ώστε να επιταχυνθεί η άρση των μέτρων) χρησιμοποιεί ανωνυμοποιημένα δεδομένα κινήσεων, τόσο από τις συσκευές όσο και από τις κεραίες κινητής.
  • Βόρεια Μακεδονία: Η κυβέρνηση της γείτονος αξιοποιεί ένα αντίστοιχο app, που αξιοποιεί το Bluetooth των κινητών για να επιτρέπει τον ευκολότερο εντοπισμό επαφών. Το StopKorona είναι διαθέσιμο για συσκευές με Android και iOS.
  • Πολωνία: Οι εργαστηριακά διαπιστωμένοι φορείς του ιού υποχρεώνονται σε 14ημερη καραντίνα, και προκειμένου η κυβέρνηση να πιστοποιήσει ότι την τηρούν, ζητά από τους πολίτες να ανεβάζουν μια selfie τους σε ένα app, αποδεικνύοντας με τη βοήθεια της ΑΙ (αναγνώριση προσώπου και εντοπισμός θέσης στον χάρτη) ότι πράγματι μένουν σπίτι.
  • Ρωσία: Αν και φημολογείται ότι το εκτεταμένο σύστημα παρακολούθησης της κυβέρνησης (με δεκάδες χιλιάδες κάμερες που ενσωματώνουν λογισμικό αναγνώρισης προσώπου) χρησιμοποιείται με πρόσχημα τον έλεγχο της πανδημίας, δεν υπάρχει επίσημη επιβεβαίωση, πλην της πρωθυπουργικής έγκρισης για την ανάπτυξη μιας εφαρμογής ιχνηλάτησης.
  • Τουρκία: Το καθεστώς Έρντογαν μάλλον δεν χρειαζόταν την πανδημία για να παραβιάσει την ιδιωτικότητα των πολιτών, αλλά το πράττει επιχειρώντας να ελέγξει τις κινήσεις αλλά και τη δραστηριότητά τους στα κοινωνικά δίκτυα. Παράλληλα, η τουρκική κυβέρνηση εγκαινίασε ένα σύστημα ειδοποιήσεων μέσω SMS για όσους παραβιάζουν την καραντίνα.
  • Βραζιλία: Ένα startup αναπτύσσει για λογαριασμό της κυβέρνησης μια εφαρμογή παρακολούθησης πολιτών μέσω GPS, έχοντας ήδη προκαλέσει αντιδράσεις οργανώσεων.

Θα συνεχιστούν τα μέτρα παρακολούθησης και μετά την πανδημία;

Στο δίλημμα μεταξύ της προστασίας της δημόσιας υγείας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της ιδιωτικότητας, η καθηγήτρια Μαρία Τζάνου ισχυρίζεται ότι η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο ad hoc και εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις. «Η προστασία της δημόσιας υγείας είναι χωρίς αμφιβολία σημαντικός σκοπός, που δικαιολογεί υπό συγκεκριμένους όρους περιορισμούς στα θεμελιώδη δικαιώματα και στην ιδιωτικότητα. Αυτοί οι περιορισμοί πρέπει όμως να είναι αναγκαίοι και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Τονίζει βέβαια ότι η ιδιωτικότητα δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στον αγώνα για την προστασία της δημόσιας υγείας, ούτε στο να σωθούν ζωές, αλλά μπορεί να θέσει όρια στο ποια μέτρα μπορεί να πάρει μια δημοκρατική κοινωνία σε εποχές πανδημίας.

Δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι οι εφαρμογές, με εθελοντική μάλιστα χρήση, θα αποδειχθούν ανεπαρκείς και πολλές κυβερνήσεις, ακόμη και δημοκρατικές, θα καταφύγουν και σε πιο αυστηρά μέτρα. Τα περιβόητα «βραχιολάκια» παρακολούθησης χρησιμοποιήθηκαν ήδη στο Χονγκ Κονγκ, στο Μπαχρέιν, ενώ η Κύπρος φέρεται να τα εξετάζει ως πιθανό μέτρο, όπως και πολιτείες των ΗΠΑ. Στο πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν δοκιμάζονται ήδη βιομετρικά βραχιόλια που θα παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο τους δείκτες υγείας (θερμοκρασία, παλμούς, ρυθμός αναπνοής, πίεση κ.ά.) των πολιτών.

Ζητήσαμε από την κ. Τζάνου, που είναι επίσης συγγραφέας του βιβλίου The Fundamental Right to Data Protection: Normative Value in the Context of Counter-Terrorism Surveillance να σχολιάσει το ενδεχόμενο. «Όλα αυτά είναι μέτρα που δυστυχώς δεν φαίνονται τόσο υποθετικά ούτε τόσο απίθανα πλέον. Αυτός είναι ένας σημαντικός κίνδυνος της τωρινής πανδημίας. Ότι τα μέτρα που θα υιοθετηθούν και που ενδεχομένως είναι δικαιολογημένα κάτω από τις παρούσες συνθήκες θα συνεχιστούν στο μέλλον είτε με την δικαιολογία μιας νέας έξαρσης ή για άλλους σκοπούς, όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι έχουμε συστήματα δικαίου που απαγορεύουν καθολικές μορφές παρακολούθησης. Από τους δημοκρατικούς θεσμούς μας θα εξαρτηθεί πώς θα περιφρουρήσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου στα πλαίσια της τωρινής πανδημίας και στο μέλλον».

Γιάννης Γορανίτης: Γράφει για τεχνολογία, επιστήμη και ψηφιακή κουλτούρα σε περιοδικά, εφημερίδες και websites. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και πρόσφατα ξεκίνησε ένα εντελώς άσχετο μεταπτυχιακό. Η συλλογή διηγημάτων «24» (Εκδόσεις Πατάκη) είναι το πρώτο του βιβλίο.

πηγή

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *