Θυμάσαι τι είναι Ζωή; -η κρίση ως τελευταία προειδοποίηση | Γιώργος Χ. Πανόπουλος

Πώς βλέπουν λοιπόν οι κοινωνίες τον εαυτό τους στον 21ο αιώνα; Με μια λέξη: Ευάλωτες. Πώς τον έβλεπαν κατά τη διάρκεια του 20ου; Ανθεκτικό. Στην διάρκεια του προηγούμενου αιώνα οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν με κουράγιο, θάρρος και αντοχή τις αντιξοότητες και τις συμφορές. Όχι πια. Ο πολίτης του 21ου αιώνα, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα αισθάνεται αβοήθητος, τρωτός, αδύναμος, ανυπεράσπιστος μπροστά σε οποιαδήποτε καταστροφή.

Σα να άδειασε ξαφνικά ο κόσμος από ανθρώπους. Άνθρωποι πίσω από παράθυρα, στα μπαλκόνια, στις ταράτσες κοιτάνε άδειους χώρους που μέχρι χθες γέμιζαν οι ίδιοι.

Εδώ και 20 χρόνια, από τις αρχές του 21ου αιώνα ζούμε σε μια διαρκή κοινωνικο/οικονομική αναταραχή που εντείνεται συνεχώς, με έντονη ρευστότητα, με ραγδαία κατάρρευση αξιών και προτύπων και με έντονη έλλειψη μύθων και νέων ιδεών. Αυτά τα χρόνια μπορούν να ονομαστούν χρόνια των πολλαπλών Διαψεύσεων.

Ο κορονα-ιός αντιλαμβανόμαστε ότι θα αλλάξει με το τέλος του όλο το φάσμα της ζωής και των κοινωνιών- πιθανόν θα μιλάμε για πριν και μετά την πανδημία. Δεν έχει νόημα να περιγράψει ή να προβλέψει κάποιος τον κόσμο μετά. Γιατί απλώς κανείς δεν ξέρει ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αυτής της παγκόσμιας κρίσης. Αυτό που έχει σημασία τώρα είναι όχι η ίδια η πανδημία αλλά το πώς αντιδρούμε σε αυτήν. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε αλλάξει συμπεριφορά στην αντιμετώπιση των κρίσεων και των καταστροφών κι αυτές οι αλλαγές είναι έντονες.

Εδώ είναι ζωή και όλα μπορούν να συμβούν

Ποτέ σε καιρό ειρήνης οι κυβερνήσεις δεν έκλεισαν τα σχολεία, δεν απαγόρευσαν την κυκλοφορία, δεν σταμάτησαν σχεδόν ολοκληρωτικά τις καθημερνές δραστηριότητες. Ούτε καν στους δύο παγκόσμιους πολέμους δεν έκλεισαν τα σχολεία. Είναι το μέγεθος της κρίσης που επιβάλλει αυτή την άνευ προηγουμένου παγκόσμια κινητοποίηση; Αυτή την στιγμή, (21.3) οι νεκροί από τον Covid-19 ανέρχονται στους 10.000 ενώ οι άνθρωποι που έχουν προσβληθεί από τον ιό στους 260.000. Μεγάλες απώλειες, εντυπωσιακοί αριθμοί. Σε σύγκριση ωστόσο με άλλες πανδημίες είναι μικροί. Το 1918 η επιδημία γρίπης παραμένει η πιο καταστροφική της σύγχρονης εποχής με 40 εκατομμύρια νεκρούς. Το 1968 η γρίπη του Χονγκ Κονγκ είχε περισσότερους από 1 εκατομμύριο νεκρούς.

Και για να μην πάμε μακριά η ελονοσία στην Ελλάδα που χαρακτηρίστηκε ως «φθοροποιός μάστιξ του ελληνικού λαού» και θεωρήθηκε κίνδυνος «και γι’ αυτήν ακόμη την ύπαρξη της φυλής», κόντεψε να αποδεκατίσει την Ελλάδα, το 19ο αιώνα ενώ στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο συμμαχικός στρατός στη Μακεδονία μετρούσε περισσότερους νεκρούς από την ελονοσία παρά πεσόντες στις πολεμικές επιχειρήσεις (1). Ο «Σύλλογος προς περιστολήν των ελωδών νόσων» που ιδρύθηκε το 1905, ανέφερε πως στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920, τα κρούσματα ελονοσίας έφταναν το ένα εκατομμύριο ετησίως ενώ το 1942, ο αριθμός των ανθρώπων που έπασχαν από ελονοσία υπολογίστηκε στα τρία εκατομμύρια δηλαδή στο 50% του συνολικού πληθυσμού της χώρας με μέσο ετήσιο αριθμό θανάτων τους 1.760.

Ο λόγος που η πανδημία είναι τόσο τρομερή σήμερα οφείλεται στον τρόπο αντιμετώπισης της από τις κυβερνήσεις, τους οργανισμούς και τα μίντια. Το 1918 που δεν υπήρχαν μίντια και κοινωνικά δίκτυα (που μετράνε τους νεκρούς έναν ένα καθημερινά) η πανδημία δεν έγινε ποτέ πρώτο θέμα. Αυτό που είχε σημασία ήταν οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου. Ο Πρόεδρος της Αμερικής τότε, ο Γούντροου Γουίλσον δεν έκανε ποτέ δήλωση σχετική με την πανδημία. Ούτε λέξη. Αυτή η διαπίστωση μας λέει ότι δεν έχει σημασία το μέγεθος της καταστροφής αλλά το πώς η κοινωνία θα αντιδράσει σε αυτήν και πώς η κοινωνία βλέπει τον εαυτό της όταν αντιμετωπίζει μια καταστροφή.

Βραδιάζει στον κόσμο

Πώς βλέπουν λοιπόν οι κοινωνίες τον εαυτό τους στον 21ο αιώνα; Με μια λέξη: Ευάλωτες. Πώς τον έβλεπαν κατά τη διάρκεια του 20ου; Ανθεκτικό. Διαβάζοντας βιβλία ή εφημερίδες την εποχή των μεγάλων καταστροφών κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, βλέποντας επίκαιρα και ντοκιμαντέρ, ή παρακολουθώντας ταινίες και ακούγοντας αφηγήσεις των ανθρώπων που αντιμετώπισαν αρρώστιες, πολέμους και καταστροφές αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αίσθηση του εαυτού μας έχει μετατοπιστεί εντελώς. Στην διάρκεια του προηγούμενου αιώνα οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν με κουράγιο, θάρρος και αντοχή τις αντιξοότητες και τις συμφορές. Το πολιτιστικό πλαίσιο, η κουλτούρα του κάθε λαού ήταν προσανατολισμένη στο να ερμηνεύουν κάθε καταστροφή σαν μια δοκιμασία της κοινωνίας και των ατόμων που την αποτελούν. Όχι πια. Ο πολίτης του 21ου αιώνα, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα αισθάνεται αβοήθητος, τρωτός, αδύναμος, ανυπεράσπιστος μπροστά σε οποιαδήποτε καταστροφή. Το πολιτισμικό πλαίσιο και οι κοινωνικές νόρμες τον έχουν πείσει ότι κινδυνεύει συνεχώς και από παντού χωρίς διάκριση. Αφού η υπερευαισθησία έχει μυθοποιηθεί στην σύγχρονη κουλτούρα η αντοχή πηγαίνει στα αζήτητα.

Πού οφείλεται αυτή η μεταβολή; Στην ψυχολογικοποίηση αφενός των πάντων και στις παρενέργειες της πολιτικής ορθότητας. Η ζωή έχει σκληρές όψεις που προτιμάμε να αγνοούμε τις τελευταίες δεκαετίες, να μην αγγίζουμε, να κάνουμε ότι δεν τις βλέπουμε, να τις ξορκίσουμε αλλάζοντας τους όνομα όπως λέμε το ξύδι γλυκάδι. Έτσι το σύγχρονο παιδί, έφηβος, νέος μεγαλώνει σε μια αντισηπτική κοινωνία στην οποία δεν προετοιμάζεται να τη ζήσει όπως είναι με τις χαρές και το σκοτάδι της αλλά όπως ευχόμαστε να είναι: ένα διαρκές λούνα παρκ χωρίς τρενάκι του τρόμου. «Έχω πάντοτε τον φόβο ότι δημιουργούμε σιγά σιγά μια υγιειονολογική κοινωνία χωρίς πάθη, χωρίς συγκρούσεις, δίχως προσβολές, χωρίς λεκτικές μορφές βίας, δίχως τον κίνδυνο του θανάτου, δίχως ωμότητα. Αυτό που νομίζουμε ότι ξεριζώνουμε από τη μία πλευρά , υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να το δούμε να ξεφυτρώνει εκεί όπου δεν το περιμένουμε» λέει ο Ζακ Ντεριντά (2).

Οτιδήποτε πριν χρόνια θεωρείτο φυσιολογική αντίδραση σταδιακά έχει γίνει προβληματικό. Η δυσφορία, το άγχος, η ντροπή, η θλίψη, το πένθος, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η υπερκινητικότητα, η ζωηράδα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας και ο φόβος μεταξύ άλλων μετατράπηκαν σε διαταραχές που χρειάζονται ίαση και φάρμακα. «Για να μπορέσουν να πουλήσουν οι φαρμακοβιομηχανίες πρέπει να γενικά ανθρώπινα προβλήματα να επαναδιατυπωθούν ως νόσοι που μπορούν να γίνουν αντικείμενο φαρμακευτικής θεραπείας» (3). Έτσι δεν είναι παράδοξο ότι το DSM (πρόκειται για το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας που χρησιμοποιείται ως καθολικό εργαλείο ταξινόμησης και διάγνωσης) στην πρώτη του έκδοση το 1952 περιείχε 128 διαφορετικές διαταραχές, που έγιναν 192 στην έκδοση του 1968, έφτασαν τις 228 το 1980, τις 253 το 1987, ανέβηκαν στις 383 το 1994 και απογειώθηκαν στις 541 το 2013.

Τα παιδιά ενθαρρύνονται από τους γονείς πλέον να αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους ως εύθραυστα, οι νέοι στα πανεπιστήμια προσπαθούν να απολυμάνουν τον κόσμο και τις σχέσεις από οποιαδήποτε σκιά μέσα από την πολιτική ορθότητα και οι ενήλικες μεταφράζουν όλα τους τα προβλήματα ψυχολογικά. Η πανδημία του Covid-19 είναι ασφαλώς μια απειλή για την υγεία και τη ζωή με οικονομικο/πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες αλλά χρειάζεται να αντιμετωπιστεί και ως κρίση ταυτότητας.

Δεν είμαστε η ασθένεια είμαστε οι γιατροί

Υπάρχει ένα παιχνίδι λέει ο Ρολάν Μπαρτ που ονομάζεται ρεβερσίνο (4). Σε αυτό το παιχνίδι κερδίζει όποιος κάνει τη μικρότερη μπάζα και στηρίζεται σε ένα κόλπο που το γνωρίζουν καλά οι σοφοί όλων των εποχών: «η δύναμή μου βρίσκεται στην αδυναμία μου». Όταν όλα μέχρι τώρα γύρω μάς έλεγαν «είσαι παντοδύναμος», «έχεις τον απόλυτο έλεγχο της μοίρας σου», «ζήτω η αυτάρκεια», «είσαι η εικόνα σου» μήπως ήρθε ο καιρός να σκεφτούμε ότι η δύναμή μας βρίσκεται στην αδυναμία μας; Δηλαδή στην συμφιλίωση με τους φόβους, την αγωνία, τις ανησυχίες, τις αντιξοότητες, την καταστροφή; Η ιστορία μας ως ανθρώπινο είδος δείχνει ότι έχουμε την ικανότητα να τα βγάζουμε πέρα με τέτοιου είδους κρίσεις, να δίνουμε νόημα σε αυτό που μας συμβαίνει, να αντιμετωπίζουμε θαραλλέα την απειλή. Πριν μερικές δεκαετίες το θάρρος και η αλληλεγγύη ήταν ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους που αντιμετώπιζαν τις καταστροφές με «αξιοπρέπεια και αντοχή». Ο ηθικός κώδικάς μας περιείχε αλτρουισμό, κοινή λογική και υπευθυνότητα. Ο προηγούμενος αιώνας μπορεί να φαίνεται αρχαϊκός στη μεταμοντέρνα συνείδηση αλλά αυτές οι αρετές χρειάζεται να αναζωογονηθούν σήμερα.

Αυτή την εποχή ζούμε ένα συλλογικό τραύμα. Είμαστε σε κατάσταση σοκ σε ένα κόσμο υπό διάλυση. Έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε για τον πόνο, τους φόβους, τις απώλειες και το θάνατο- για όλα αυτά δηλαδή που προσπαθούμε να θάψουμε με μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. Είναι σίγουρο ότι το τραύμα δημιουργεί σύγχυση, αίσθηση αβοηθησίας, τάση απόσυρσης, ευερεθιστικότητα, απάθεια, θλίψη, σωματοποίηση. Όλα αυτά χρειάζεται να γίνουν λόγια. Χρειάζεται να εκφραστούμε, να μιλήσουμε, να μοιραστούμε όλα τα αισθήματά μας χωρίς διάκριση. Χωρίς ντροπή. Με εμπιστοσύνη και πίστη στο ανθρώπινο του ανθρώπου.

Και ναι. Αν είμαστε δυσαρεστημένοι με την μοίρα μας, τίποτα δεν είναι αμετάκλητο. Δεν αρκεί να βγούμε σώοι από την καταστροφή. Σημασία έχει να βγάλουμε τη σκόνη από την ψυχή μας.

του Γιώργου Χ. Πανόπουλου

Αναφορές
2. Jacques Derrida, Elizabeth Roudinesco, Συνομιλίες για το αύριο, Εκδόσεις Μεταίχμιο.
3. Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου, Ρωγμές, Ρήγματα και Αντιστάσεις στην κυρίαρχη Ψυχιατρική, Εκδόσεις Άγρα.
4. Ρολάν Μπαρτ, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου, Εκδόσεις Ράππα.

Ο πίνακας είναι του Βέλγου Emile Claus (1849-1924)
– Το σκάφος που περνάει, 1883
 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *