Κάθε φορά που έβλεπε ένα καλό έργο ζωγραφικής τρεις διαφορετικές και όμοιες φράσεις έρχονταν στον νου του: «Οι Ρωμαίοι έλεγαν ότι γνωρίζουμε τόσα όσα συγκρατεί η μνήμη και ο Νίτσε λέει “μια φορά μας μιλάει η σελήνη, μια φορά μας μιλάει η άνοιξη, όλα τ’ άλλα είναι ανυπόφορο διάλειμμα”, “Μάρθα, Μάρθα, περί πολλά τυρβάζεις, ενός εστί χρεία”». Ο Γιάννης Τσαρούχης πίστευε πως ό,τι μεγάλο υπάρχει στον κόσμο, αυτό το ένα γυρεύει, αυτό που απομένει, αυτό που διατηρείται.
Αυτό δηλαδή που αντίκρισε κανείς όταν επισκεφθηκε το Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς όπου παρουσιασιάσθηκε η έκθεση «Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Το δεύτερο μέρος (1940-1989)» με διακόσια περίπου έργα από το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, την Εθνική Πινακοθήκη και ιδιωτικές συλλογές, κατανεμημένα ανά δεκαετίες δημιουργίας, επιρροών και διαρκούς δημιουργικής αναζήτησης, μαζί με φωτογραφικό υλικό, βιβλία και προγράμματα παραστάσεων στις οποίες επιμελήθηκε τα σκηνικά και κοστούμια.
Μέσα από την επιμελητική διάρθρωση ανά δεκαετία δημιουργίας, στην έκθεση στο μουσείο Μπενάκη προβλήθηκαν οι ποικίλοι δημιουργικοί δρόμοι που έπαιρνε κάθε φορά για να φτάσει στην τελειότητα που τόσο ποθούσε. Ως νέος της γενιάς του ’30 κατά καιρούς στάθηκε αμήχανος στο σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης όπου βρίσκεται η Ελλάδα, κοιτώντας τόσο προς την πλευρά της παράδοσης όσο και του μοντερνισμού που αναδυόταν στην Ευρώπη. Ήταν ένας διχασμός βαθύς που πήγαζε από την καταγωγή του και τα παιδικά του χρόνια. «Δεν είναι πάντα τόσο άσχετη, όσο νομίζουν μερικοί, η ζωή ενός ανθρώπου με τον τρόπο που εκφράζεται στην τέχνη» έγραφε το ’81 στο κείμενό του που θα γινόταν η ζωγραφική αυτοβιογραφία στο βιβλίο «Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Ζωγραφική» (εκδόσεις Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). Απ’ όταν ήταν μικρό παιδί που μεγάλωνε στον Πειραιά, η οικογένειά του και το περιβάλλον του ακολουθούσε τα υποδείγματα της Ευρώπης. Ωστόσο, όταν βρέθηκε κοντά στον Κόντογλου ως μαθητής του αφυπνίστηκαν «αλλοτινές επαφές και συναντήσεις με την παλιά Ελληνική Τέχνη». «Αγαπάς την Ελλάδα και θέλεις να την αποδώσεις» του είχε πει ο Τεριάντ.
Παρ’ όλα αυτά, ως ευφυέστατος άνθρωπος που ήταν, από μικρός αντιλαμβανόταν τον βαθιά ριζωμένο μικροαστισμό στη νοοτροπία των συμπατριωτών του και δυσκολευόταν να συνηθίσει την επαρχιακή αντίληψη της Ελλάδας την οποία έβρισκε «ψευτοκοσμοπολίτικη». Το παροιμιώδες «Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις» αποδιδόταν λανθασμένα σε εκείνον –το είχε πει ο παλιός πρωταγωνιστής του θεάτρου Τζαβαλάς Καρούσος– όμως ο Τσαρούχης πίστευε ότι εκφράζει πολύ εύστοχα την ελληνική πραγματικότητα. Εξού και το διαρκές, αν και τελικά ατελέσφορο, φλερτ του με το εξωτερικό. «Έφυγε από την Ελλάδα λόγω της δικτατορίας, αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν η έλλειψη διαλόγου με το κοινό που τον θαύμαζε και το γεγονός ότι ο κόσμος θεωρούσε ότι του ανήκει. Έπρεπε να πουλάει σε τιμές χαμηλότερες επειδή κάποτε είχε δώσει σε χαμηλή τιμή ένα έργο σε κάποιον κι εκείνος μετά έφερνε τον συγγενή του. Έλεγε, “δεν αγοράζουν μόνο το έργο σου, θέλουν να αγοράσουν κι εσένα μαζί”» λέει η επιμελήτρια της έκθεσης, πρόεδρος του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη και ανιψιά του, κ. Νίκη Γρυπάρη.
Εισέπραξε βέβαια την αναγνώριση ωστόσο παρέμεινε μέχρι το τέλος ο καλλιτέχνης που είχε βάλει στη ζωή του πάνω απ’ όλα την τέχνη του. «Όταν πουλήθηκε ο Ναύτης με τα Χειμωνιάτικα σε Ροζ Φόντο στον Μιχαλαριά στην υψηλότατη για την εποχή τιμή των δύο εκατομμυρίων δραχμών, τον έπαιρναν και του έδιναν συγχαρητήρια. Έλεγε εκείνος: “Τι συγχαρητήρια, αυτό το είχε πάρει χωρίς να το πληρώσει ο Ιόλας, εγώ δεν πήρα τίποτα από αυτό”». Έμεινε δε στην Ιστορία και για τις εύστοχες επιγραμματικές ατάκες του –κι απ’ ό,τι αποδείχτηκε τελικά και για την οξυδέρκειά του. «Ποιο κακό βλέπετε ότι μας απειλεί;» τον ρωτούσε ο δημοσιογράφος Γιώργος Πηλιχός το μακρινό 1988. «Ότι στην Ελλάδα ζούμε πολυτελέστερα απ’ όσο μας επιτρέπουν τα μέσα μας, πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες και τις ψυχικές μας ικανότητες. Αυτό ήδη μας δημιουργεί προβλήματα και θα μας προξενήσει μεγάλο κακό».
Αυτοπροσωπογραφία στο μέτωπο της Αλβανίας, 1941
Στις 28 Οκτωβρίου ο Τσαρούχης παρουσιάστηκε στο έμπεδο (υπηρεσία επιστράτευσης), όπου κατά τύχη συνάντησε έναν βιβλιόφιλο και φιλότεχνο έφεδρο λοχαγό. Εκείνος, παρόλο που ο Τσαρούχης ήταν του Πεζικού, τον πήρε μαζί του στο τάγμα του που ήταν του Μηχανικού υπό τον όρο «να πάρει μαζί και τις μπογιές του». Χάρη σε αυτόν, όταν δεν δούλευε, ζωγράφιζε. Στο χωριό Κούτσι, όπου έμεινε πολύ καιρό, ζωγράφισε αυτή την αυτοπροσωπογραφία με μολύβι κοιτάζοντας μέσα σε ένα μικρό καθρεφτάκι της τσέπης. «Στο χωριό Φτέρα εζωγράφισα μια αλβανική οικογένεια και η αμοιβή του ήταν εν τέταρτο γίδας» διηγείται ο Τσαρούχης στο «Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Ζωγραφική». Ένας ελληνόφωνος Αλβανός τον προέτρεπε να εγκατασταθεί στη χώρα μόλις θα τελείωνε ο πόλεμος για να κάνουν δουλειές με το ζωγραφικό ταλέντο του.
Στην Αλβανία με την εικόνα που έφτιαξε το 1941
Το τάγμα που υπηρετούσε κάποια στιγμή του παράγγειλε να ζωγραφίσει μια Παναγία σε ένα καπάκι κιβωτίου από ρέγκες για να μπει στην εκκλησία που χτίσανε οι στρατιώτες σε ένα σημείο όπου είχε εμφανιστεί η Παναγιά αναγγέλοντας ότι την Λαμπρή οι στρατιώτες θα είναι στα σπίτια τους. Ο Τσαρούχης ζωγράφισε στο κάτω μέρος δύο εικόνες. Από τη μία την εμφάνιση της Παναγίας μέσα στις κουμαριές και από την άλλη τον ανθυπασπιστή που πάει να την σκοτώσει νομίζοντας ότι είναι κατάσκοπος αρβανίτισσα. Την τέλειωσε στο χωριά Φτέρα και την παρέδωσε σε έναν διοικητή ο οποίος με τη σειρά του την έδωσε σε έναν χωροφύλακα για να την πάει στη εκκλησία στο Κούτσι. Έκτοτε αγνοείται η τύχη της και εικάζεται ότι ο χωροφύλακας την κράτησε για το σπίτι του.
To μνημόσυνο, 1947
Το Μνημόσυνο δημιουργήθηκε την εποχή του εμφυλίου, όταν οι δρόμοι ήταν γεμάτοι στρατιώτες και ο Τσαρούχης έβλεπε συνεχώς κηδείες και μνημόσυνα. Όπως γράφει στο «Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Ζωγραφική» τα έργα αυτής της περιόδου έχουν γίνει «με ένα πνεύμα ερωτικό». Ήθελε να τα εντάξει σε μια σειρά που θα είχε τίτλο «Η φρίκη του πολέμου». Όσον αφορά στην τεχνική, το συγκεκριμένο θέμα ήταν μια ευκαιρία να ζωγραφίσει «σε άσπρο εξωτερικό τοίχο που φωτιζόταν από τον ήλιο».
Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο, 1948
Το έργο αυτό ξεκρεμάστηκε την τελευταία μέρα της έκθεσης Πανελλήνιας Έκθεσης στις αρχές της δεκαετίας του ’50 με την επέμβαση της αστυνομίας καθώς θεωρήθηκε προσβλητικό για τον ελληνικό στρατό. «Αν δεν το ξεκρεμούσαμε, θα ερχόταν η ΕΣΑ ή η ΕΝΑ για να τα κάνει όλα σμπαράλια στο Ζάππειο όπου εξετίθετο. Σημειώστε ότι στην ίδια έκθεση υπήρχε ένα μυθολογικό έργο του Κοσμά Ξενάκη που παρίστανε ένα σάτυρο εν στύσει και που δεν ενόχλητε καθόλου την αστυνομία» σημειώνει ο Τσαρούχης. «Πάντα με ξάφνιαζε η κριτική που του ασκούσαν» λέει η κ. Νίκη Γρυπάρη. «Όταν έχεις δει τα έργα αυτά από παιδί σου φαίνονται πολύ φυσικά. Τι πιο φυσικό από το γυμνό; Και με τον Μόραλη το ίδια έκαναν, θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να υπάρχει γυμνό στην τραπεζαρία. Όπως έλεγε ο Τσαρούχης, “το δυστύχημα είναι ότι οι Έλληνες έχουν κρατήσει τις συνήθειες των παππούδων και των προπαππούδων τους και δεν έχουν ξεφύγει από τα ταμπού τα παλιά”».
Σπουδή ΕΣΑτζή (μοντέλο Πέτρος), 1950
Με τους ΕΣΑτζήδες μπήκε στον στρατό ένα νέο ενδυματολογικό στοιχείο: το σορτς. Οι αξιωματικοί το θεωρούσαν απρεπές οπότε δεν διατηρήθηκε για πολύ. Επιπλέον θεωρήθηκε και επικίνδυνο λόγω των κουνουπιών… Η σειρά με τους ΕΣΑτζήδες πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1945-1960. Συνήθως οι φιγούρες είναι στριμωγμένες μέσα στο πλαίσιο που τις περιτριγυρίζει.
Στην έκθεσή του στη λονδρέζικη γκαλερί Redfern, 1951
Από το Παρίσι όπου είχε μόλις πραγματοποιήσει έκθεση στη Galerie d’Art du Faubourg Saint Honore, βρέθηκε στο Λονδίνο όπου πήγαινε στις γκαλερί «με δραγουμάνο τον Τάκη Χορν» για να δείξει τα έργα του. Η Redfern ενδιαφέρθηκε και του πρότεινε να κάνει έκθεση μετά από έναν χρόνο. Στο μεταξύ, για να έχει λίγα χρήματα, έκανε μερικές ομιλίες για την ελληνική εκπομπή του BBC.
Θυσία Ιφιγένειας με σημερινά κοστούμια, 1955
Η Πλατεία Αλεξάνδρας στον Πειραιά, 1962
Ο Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά, σε ένα νεοκλασικό της οδού Λουκά Ράλλη και Βασιλέως Γεωργίου. «Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σαν να σεργιανίζεις σε μια γιγάντια σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτι με αγάλματα και αετώματα». Η οικογένεια μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, αλλά ο Τσαρούχης ζωγράφισε πολλές φορές τον Πειραιά, τα σπίτια που είχε σχεδιάσει ο Τσίλερ προτού γκρεμιστούν καθώς και την παραλία προτού αλλάξει τελείως με τα έργα του λιμανιού. Το τελευταίο τοπίο που ζωγράφισε στην Ελλάδα προτού φύγει για το Παρίσι το 1967 ήταν καθώς πήγαινε στον Πειραιά για να πάρει το καράβι για τη Μασσαλία.
Εσωτερικό του σπιτιού του Tériade στη Μυτιλήνη, 1963
Ο Τσαρούχης πήγαινε πολλά χρόνια στη Μυτιλήνη. Έμενε για μεγάλες περιόδους, συχνά και έξι μήνες ακόμη, με σκοπό την επίβλεψη του κτισίματος και ό,τι άλλο αφορούσε το μουσείο του Θεόφιλου, που έφτιαχνε ο Τεριάντ. Το 1963 ζωγραφίζει το σπίτι του Μυτιληνιού Στρατή Ελευθεριάδη, ή αλλιώς Τεριάντ, ο οποίος ζούσε στο Παρίσι και ήταν μεγάλος συλλέκτης, εκδότης και τεχνοκριτικός. Είχαν γνωριστεί το 1935, όταν ο Τσαρούχης πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι με τα χρήματα που είχε κερδίσει κάνοντας σκηνικά για το Θέατρο Κοτοπούλη, και χτύπησε την πόρτα του επιθυμώντας να τον γνωρίσει.
Σπουδή για τις «Τέσσερις εποχές πάνω στα σύννεφα», 1967
Ένας συμβολισμός που είχε απασχολήσει κατ’ επανάληψη τον Τσαρούχη ήταν το πανάρχαιο θέμα των τεσσάρων εποχών. Αρχικά ζωγράφισε δύο μικρές υδατογραφίες όπου, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, τις εποχές συμβόλιζαν αγόρια με φτερά. Όταν ένας συλλέκτης του πρότεινε να κάνει τις Τέσσερις Εποχές για το σπίτι του στον Λυκαβηττό, εκείνος έκανε αυτήν την σπουδή και τελικά το έργο δημιουργήθηκε το 1968-69 στο Παρίσι. Όταν το είδε ο Τεριάντ το παράγγειλε σε τέσσερα χωριστά κομμάτια με τις ανιψιές του Τσαρούχη, Κορίνα και Δέσποινα, ως μοντέλα.
Στεφανωμένος αθλητής, 1967
«Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που το έργο μας πρέπει να πείσει» έγραφε στον επίλογο του βιβλίου «Ζωγραφική» (εκδ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). Ο Τσαρούχης τα κατάφερε, ίσως και επειδή όπως έλεγε, «το να ζωγραφίζεις όπως βλέπεις δεν σημαίνει καθόλου να έχεις πάντοτε ένα μοντέλο μπροστά σου, πράγμα που δεν βλάπτει βέβαια. Αλλά κυρίως το να μάθεις να βλέπεις, αυτό είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσω πώς γίνεται, ιδίως σε όσους δεν είναι ζωγράφοι. Μαθαίνω να βλέπω σημαίνει μαθαίνω να μεταφράζω στη γλώσσα της χρωματικής αρμονίας, που είναι δυο διαστάσεων, αυτό που βλέπουμε να υπάρχει σε τρεις διαστάσεις και φυσικά και σε τέσσερις. Η τελειοποίησις του σχεδίου και της φωτοσκιάσεως δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά το έργο της ζωγραφικής, παρόλο που είναι πολύ γοητευτική. Οι εμπειρίες της αφής και των άλλων αισθήσεων πρέπει να μετατραπούν σε εμπειρίες οπτικές και να εκφραστούν αρμονικά, ρυθμικά. Με κάθε επιφύλαξη τολμώ να γράψω αυτούς τους χαρακτηρισμούς».
Ο Alain ως Καλοκαίρι, 1976
Έρως εσταυρωμένος και Στέλλα Βιολάντη, 1989
To έργο ολοκληρώθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1989, λίγους μήνες πριν πεθάνει, στις 20 Ιουλίου του 1989. Είναι φιλοτεχνημένο με μολύβι, παστέλ και κιμωλία σε χαρτί kraft. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Τσαρούχης πειραματιζόταν με διαφορετικές τεχνικές. «Ίσως η εναλλαγή τεχνοτροπιών να είναι ένα μεγάλο ελάττωμα στη δουλειά μου» έλεγε. «Συχνά ζηλεύω τους ζωγράφους που, αφού βρουν μια τεχνοτροπία προσωπική ή δανεική, επιμένουν σ’ αυτήν και τους ξεχωρίζει ο άλλος από μακριά».