Γιάννης Τσαρούχης: Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας | Μαριλένα Αστραπέλλου

Κάθε φορά που έβλεπε ένα καλό έργο ζωγραφικής τρεις διαφορετικές και όμοιες φράσεις έρχονταν στον νου του: «Οι Ρωμαίοι έλεγαν ότι γνωρίζουμε τόσα όσα συγκρατεί η μνήμη και ο Νίτσε λέει “μια φορά μας μιλάει η σελήνη, μια φορά μας μιλάει η άνοιξη, όλα τ’ άλλα είναι ανυπόφορο διάλειμμα”, “Μάρθα, Μάρθα, περί πολλά τυρβάζεις, ενός εστί χρεία”». Ο Γιάννης Τσαρούχης πίστευε πως ό,τι μεγάλο υπάρχει στον κόσμο, αυτό το ένα γυρεύει, αυτό που απομένει, αυτό που διατηρείται.

Αυτό δηλαδή που αντίκρισε κανείς όταν επισκεφθηκε το Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς όπου παρουσιασιάσθηκε η έκθεση «Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Το δεύτερο μέρος (1940-1989)» με διακόσια περίπου έργα από το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, την Εθνική Πινακοθήκη και ιδιωτικές συλλογές, κατανεμημένα ανά δεκαετίες δημιουργίας, επιρροών και διαρκούς δημιουργικής αναζήτησης, μαζί με φωτογραφικό υλικό, βιβλία και προγράμματα παραστάσεων στις οποίες επιμελήθηκε τα σκηνικά και κοστούμια.

Φοίνικας και κτίριο νεοκλασικό (μετά το ηλιοβασίλεμα), 1965, Νερομπογιά σε χαρτί, 24,5 x 31,0 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]
 

Πρόκειται για το δεύτερο μέρος της έκθεσης που πριν από πέντε χρόνια είχε καλύψει τον περίοδο 1910-1940 στο πλαίσιο των θεματικών παρουσιάσεων του υλικού της συλλογής του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Τότε το επίκεντρο ήταν η παιδική ηλικία στον Πειραιά και την Αθήνα και η συναναστροφή του με τους δασκάλους και συνεργάτες του. Από τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος είχε καταρρακώσει την αστική του περηφάνια όταν πρωτοείδε έργα του και τα βρήκε «ψεύτικα, φράγκικα, αδύνατα» όμως στη συνέχεια αναθεώρησε και τον προσκάλεσε να γίνει μαθητής του, έως τον δάσκαλό του στη Σχολή Καλών Τεχνών, Κωνσταντίνο Παρθένη, τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Νίκο Βέλμο με το «Άσυλο Τέχνης», την Εύα-Πάλμερ Σικελιανού, και βεβαίως τον Τεριάντ, τον μεγάλο τεχνοκριτικό και συλλέκτη του οποίου την πόρτα χτύπησε ένα πρωινό του 1935 κατά το πρώτο του ταξίδι στο Παρίσι.

Στο σπίτι του, στο Villeneuve-les-Sablons. [Φωτο: Γιώργος Τουρκοβασίλης]
 

Στη δεύτερη έκθεση, και πάλι σε επιμέλεια Νίκης Γρυπάρη και σχεδιασμό Λίλης Πεζανού, οι παλιοί φίλοι επέβλεπαν υπό μια έννοια την εξέλιξη του ζωγράφου αλλά στο κάδρο εμφανίζονται και νέοι “παίκτες”. Ο Τσαρούχης συναντά τον Ιόλα και τη δεκαετία του ’50 υπογράφει μαζί του τετραετές συμβόλαιο που του εξασφαλίζει δημιουργική ελευθερία και τον βιοπορισμό του. Η βοήθεια του Ιόλα του επέτρεψε να πραγματοποιήσει τη μεγάλη σύνθεση Ξεχασμένη Φρουρά, όμως η συνεργασία τους έληξε άδοξα όταν εκείνος του υποσχέθηκε μια έκθεση στην Αμερική, η οποία μάλιστα είχε αναγγελθεί στα περιοδικά της εποχής, αλλά τελικά αναβλήθηκε για να γίνει στη θέση της μία του Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Ο Τσαρούχης μαγεύεται από τη Μαρία Κάλλας με την οποία συνεργάζεται για τη Μήδεια του Κερουμπίνι σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή αλλά και για τη Νόρμα στο θέατρο της Επιδαύρου. Γοητεύει και γοητεύεται από την σκηνογράφο και ζωγράφο Λίλα ντε Νόμπιλι, η οποία έχει συνεργαστεί με τις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου και όσο βρίσκεται αυτοεξόριστος στο Παρίσι, την περίοδο της δικτατορίας, καλλιεργεί μια σχέση μαζί της. Η ντε Νόμπιλι μαζί με τη Θάλεια Φλωρά-Καραβία και τη Νίκη Καραγάτση «υπήρξαν για μένα αληθινές Διοτίμες που μου έδειξαν τον σωστό δρόμο σε στιγμές δυσκολίες ή αμφιβολίας» έγραφε στο βιβλίο του «Έλληνες Ζωγράφοι»».

Μέσα από την επιμελητική διάρθρωση ανά δεκαετία δημιουργίας, στην έκθεση στο μουσείο Μπενάκη προβλήθηκαν οι ποικίλοι δημιουργικοί δρόμοι που έπαιρνε κάθε φορά για να φτάσει στην τελειότητα που τόσο ποθούσε. Ως νέος της γενιάς του ’30 κατά καιρούς στάθηκε αμήχανος στο σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης όπου βρίσκεται η Ελλάδα, κοιτώντας τόσο προς την πλευρά της παράδοσης όσο και του μοντερνισμού που αναδυόταν στην Ευρώπη. Ήταν ένας διχασμός βαθύς που πήγαζε από την καταγωγή του και τα παιδικά του χρόνια. «Δεν είναι πάντα τόσο άσχετη, όσο νομίζουν μερικοί, η ζωή ενός ανθρώπου με τον τρόπο που εκφράζεται στην τέχνη» έγραφε το ’81 στο κείμενό του που θα γινόταν η ζωγραφική αυτοβιογραφία στο βιβλίο «Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Ζωγραφική» (εκδόσεις Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). Απ’ όταν ήταν μικρό παιδί που μεγάλωνε στον Πειραιά, η οικογένειά του και το περιβάλλον του ακολουθούσε τα υποδείγματα της Ευρώπης. Ωστόσο, όταν βρέθηκε κοντά στον Κόντογλου ως μαθητής του αφυπνίστηκαν «αλλοτινές επαφές και συναντήσεις με την παλιά Ελληνική Τέχνη». «Αγαπάς την Ελλάδα και θέλεις να την αποδώσεις» του είχε πει ο Τεριάντ.

Φιγούρες με παλιές φορεσιές στο Hyde Park, 1951, Νερομπογιά σε χαρτί, 23,5 x 33,9 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, Δωρεά Θεοδώρας Βλαστού-Δραγούμη]
 

«Για τον Τσαρούχη από τη μια υπάρχει ο Κόντογλου, ο βυζαντινισμός και ο Καραγκιόζης, ακόμα και η θιβετιανή και κεντροασιατική ζωγραφική, και από την άλλη η αναγέννηση, ο Καραβάτζιο, ο Βερμέερ» έλεγε η Άννα Καφέτση με αφορμή την έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση» στο Φιξ το 2000. Ο Τσαρούχης διχάστηκε ανάμεσα σε δυο αναπαραστατικά συστήματα. «Το ένα, το χρωματικό που προέρχεται από την Ανατολή και το δεύτερο από τη Δύση και την Αναγέννηση, που επιβάλλει την όσο το δυνατόν πιστότερη απεικόνιση της πραγματικότητας. Μετά το ’60 θα εγκαταστήσει στη ζωγραφική του το κλασικίζον ή νατουραλιστικό σύστημα, όπως το αναφέρει ο ίδιος» εξηγεί η Καφέτση. Ο διαρκής αγώνας του για να βρει μια τάξη και μια ισορροπία στη ζωή του ευοδώθηκε προς το τέλος της ζωής του. Όταν φερ’ ειπείν έλεγε: «Νομίζω ότι η προσφορά στην ανθρωπότητα γίνεται πιο αυθεντική όταν στηρίζεται πάνω στη γη στην οποία γεννηθήκαμε. Ο κοσμοπολιτισμός με ενδιαφέρει όσο πάει και λιγότερο». Ή το αλησμόνητο: «Αγαπώ και την Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου και δεν αισθάνομαι διχασμένος».

 

 

Μικρή πλαζ, 1962, Νερομπογιά σε χαρτί, 22,5 x 30.5. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]

Παρ’ όλα αυτά, ως ευφυέστατος άνθρωπος που ήταν, από μικρός αντιλαμβανόταν τον βαθιά ριζωμένο μικροαστισμό στη νοοτροπία των συμπατριωτών του και δυσκολευόταν να συνηθίσει την επαρχιακή αντίληψη της Ελλάδας την οποία έβρισκε «ψευτοκοσμοπολίτικη». Το παροιμιώδες «Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις» αποδιδόταν λανθασμένα σε εκείνον –το είχε πει ο παλιός πρωταγωνιστής του θεάτρου Τζαβαλάς Καρούσος– όμως ο Τσαρούχης πίστευε ότι εκφράζει πολύ εύστοχα την ελληνική πραγματικότητα. Εξού και το διαρκές, αν και τελικά ατελέσφορο, φλερτ του με το εξωτερικό. «Έφυγε από την Ελλάδα λόγω της δικτατορίας, αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν η έλλειψη διαλόγου με το κοινό που τον θαύμαζε και το γεγονός ότι ο κόσμος θεωρούσε ότι του ανήκει. Έπρεπε να πουλάει σε τιμές χαμηλότερες επειδή κάποτε είχε δώσει σε χαμηλή τιμή ένα έργο σε κάποιον κι εκείνος μετά έφερνε τον συγγενή του. Έλεγε, “δεν αγοράζουν μόνο το έργο σου, θέλουν να αγοράσουν κι εσένα μαζί”» λέει η επιμελήτρια της έκθεσης, πρόεδρος του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη και ανιψιά του, κ. Νίκη Γρυπάρη.

Εισέπραξε βέβαια την αναγνώριση ωστόσο παρέμεινε μέχρι το τέλος ο καλλιτέχνης που είχε βάλει στη ζωή του πάνω απ’ όλα την τέχνη του. «Όταν πουλήθηκε ο Ναύτης με τα Χειμωνιάτικα σε Ροζ Φόντο στον Μιχαλαριά στην υψηλότατη για την εποχή τιμή των δύο εκατομμυρίων δραχμών, τον έπαιρναν και του έδιναν συγχαρητήρια. Έλεγε εκείνος: “Τι συγχαρητήρια, αυτό το είχε πάρει χωρίς να το πληρώσει ο Ιόλας, εγώ δεν πήρα τίποτα από αυτό”». Έμεινε δε στην Ιστορία και για τις εύστοχες επιγραμματικές ατάκες του –κι απ’ ό,τι αποδείχτηκε τελικά και για την οξυδέρκειά του. «Ποιο κακό βλέπετε ότι μας απειλεί;» τον ρωτούσε ο δημοσιογράφος Γιώργος Πηλιχός το μακρινό 1988. «Ότι στην Ελλάδα ζούμε πολυτελέστερα απ’ όσο μας επιτρέπουν τα μέσα μας, πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες και τις ψυχικές μας ικανότητες. Αυτό ήδη μας δημιουργεί προβλήματα και θα μας προξενήσει μεγάλο κακό».

Αυτοπροσωπογραφία στο μέτωπο της Αλβανίας, 1941

Στις 28 Οκτωβρίου ο Τσαρούχης παρουσιάστηκε στο έμπεδο (υπηρεσία επιστράτευσης), όπου κατά τύχη συνάντησε έναν βιβλιόφιλο και φιλότεχνο έφεδρο λοχαγό. Εκείνος, παρόλο που ο Τσαρούχης ήταν του Πεζικού, τον πήρε μαζί του στο τάγμα του που ήταν του Μηχανικού υπό τον όρο «να πάρει μαζί και τις μπογιές του». Χάρη σε αυτόν, όταν δεν δούλευε, ζωγράφιζε. Στο χωριό Κούτσι, όπου έμεινε πολύ καιρό, ζωγράφισε αυτή την αυτοπροσωπογραφία με μολύβι κοιτάζοντας μέσα σε ένα μικρό καθρεφτάκι της τσέπης. «Στο χωριό Φτέρα εζωγράφισα μια αλβανική οικογένεια και η αμοιβή του ήταν εν τέταρτο γίδας» διηγείται ο Τσαρούχης στο «Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Ζωγραφική». Ένας ελληνόφωνος Αλβανός τον προέτρεπε να εγκατασταθεί στη χώρα μόλις θα τελείωνε ο πόλεμος για να κάνουν δουλειές με το ζωγραφικό ταλέντο του.

Αυτοπροσωπογραφία στο μέτωπο της Αλβανίας, 1941, Μολύβι σε χαρτί, 16,8 x 11,6 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]

Στην Αλβανία με την εικόνα που έφτιαξε το 1941

Το τάγμα που υπηρετούσε κάποια στιγμή του παράγγειλε να ζωγραφίσει μια Παναγία σε ένα καπάκι κιβωτίου από ρέγκες για να μπει στην εκκλησία που χτίσανε οι στρατιώτες σε ένα σημείο όπου είχε εμφανιστεί η Παναγιά αναγγέλοντας ότι την Λαμπρή οι στρατιώτες θα είναι στα σπίτια τους. Ο Τσαρούχης ζωγράφισε στο κάτω μέρος δύο εικόνες. Από τη μία την εμφάνιση της Παναγίας μέσα στις κουμαριές και από την άλλη τον ανθυπασπιστή που πάει να την σκοτώσει νομίζοντας ότι είναι κατάσκοπος αρβανίτισσα. Την τέλειωσε στο χωριά Φτέρα και την παρέδωσε σε έναν διοικητή ο οποίος με τη σειρά του την έδωσε σε έναν χωροφύλακα για να την πάει στη εκκλησία στο Κούτσι. Έκτοτε αγνοείται η τύχη της και εικάζεται ότι ο χωροφύλακας την κράτησε για το σπίτι του. 

 

To μνημόσυνο, 1947

Το Μνημόσυνο δημιουργήθηκε την εποχή του εμφυλίου, όταν οι δρόμοι ήταν γεμάτοι στρατιώτες και ο Τσαρούχης έβλεπε συνεχώς κηδείες και μνημόσυνα. Όπως γράφει στο «Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Ζωγραφική» τα έργα αυτής της περιόδου έχουν γίνει «με ένα πνεύμα ερωτικό». Ήθελε να τα εντάξει σε μια σειρά που θα είχε τίτλο «Η φρίκη του πολέμου». Όσον αφορά στην τεχνική, το συγκεκριμένο θέμα ήταν μια ευκαιρία να ζωγραφίσει «σε άσπρο εξωτερικό τοίχο που φωτιζόταν από τον ήλιο».

 
Το μνημόσυνο, μακέτα τοιχογραφίας για το ύπαιθρο, 1947, Χρωστικές σκόνες με ζωική κόλλα σε πανί, 28,3 x 37,8 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]
 

Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο, 1948

Το έργο αυτό ξεκρεμάστηκε την τελευταία μέρα της έκθεσης Πανελλήνιας Έκθεσης στις αρχές της δεκαετίας του ’50 με την επέμβαση της αστυνομίας καθώς θεωρήθηκε προσβλητικό για τον ελληνικό στρατό. «Αν δεν το ξεκρεμούσαμε, θα ερχόταν η ΕΣΑ ή η ΕΝΑ για να τα κάνει όλα σμπαράλια στο Ζάππειο όπου εξετίθετο. Σημειώστε ότι στην ίδια έκθεση υπήρχε ένα μυθολογικό έργο του Κοσμά Ξενάκη που παρίστανε ένα σάτυρο εν στύσει και που δεν ενόχλητε καθόλου την αστυνομία» σημειώνει ο Τσαρούχης. «Πάντα με ξάφνιαζε η κριτική που του ασκούσαν» λέει η κ. Νίκη Γρυπάρη. «Όταν έχεις δει τα έργα αυτά από παιδί σου φαίνονται πολύ φυσικά. Τι πιο φυσικό από το γυμνό; Και με τον Μόραλη το ίδια έκαναν, θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να υπάρχει γυμνό στην τραπεζαρία. Όπως έλεγε ο Τσαρούχης, “το δυστύχημα είναι ότι οι Έλληνες έχουν κρατήσει τις συνήθειες των παππούδων και των προπαππούδων τους και δεν έχουν ξεφύγει από τα ταμπού τα παλιά”».

 

Σπουδή ΕΣΑτζή (μοντέλο Πέτρος), 1950

Με τους ΕΣΑτζήδες μπήκε στον στρατό ένα νέο ενδυματολογικό στοιχείο: το σορτς. Οι αξιωματικοί το θεωρούσαν απρεπές οπότε δεν διατηρήθηκε για πολύ. Επιπλέον θεωρήθηκε και επικίνδυνο λόγω των κουνουπιών… Η σειρά με τους ΕΣΑτζήδες πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1945-1960. Συνήθως οι φιγούρες είναι στριμωγμένες μέσα στο πλαίσιο που τις περιτριγυρίζει.

Σπουδή ΕΣΑτζή, 1950, Λάδι σε πανί, 36,8 x 17,9 εκ. [Μουσείο Μπενάκη, Δωρεά Θάνου και Ελένης Κωνσταντινίδη]
 

Στην έκθεσή του στη λονδρέζικη γκαλερί Redfern, 1951

Από το Παρίσι όπου είχε μόλις πραγματοποιήσει έκθεση στη Galerie d’Art du Faubourg Saint Honore, βρέθηκε στο Λονδίνο όπου πήγαινε στις γκαλερί «με δραγουμάνο τον Τάκη Χορν» για να δείξει τα έργα του. Η Redfern ενδιαφέρθηκε και του πρότεινε να κάνει έκθεση μετά από έναν χρόνο. Στο μεταξύ, για να έχει λίγα χρήματα, έκανε μερικές ομιλίες για την ελληνική εκπομπή του BBC.

 
 
Εδώ με τον φίλο του ζωγράφο Ανδρέα Νομικό.
 
Από έκθεση στο Λονδίνο, με τον Ανδρέα Νομικό, 1951.

Θυσία Ιφιγένειας με σημερινά κοστούμια, 1955

Ο Τσαρούχης ήθελε να ζωγραφίσει θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα με σύγχρονες φιγούρες και κοστούμια από πρόσωπα που είχε συναντήσει στη ζωή του, όπως έκαναν δηλαδή οι καλλιτέχνες πριν από τον 19ο αιώνα. «Η χρησιμοποίηση κοστουμιών της εποχής του μύθου και όχι της εποχής της δημιουργίας των έργων είναι μια κακή συνήθεια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, που έδωσε μερικά καλά αποτελέσματα, όπως στον Ντελακρουά» έλεγε. Στη Θυσία της Ιφιγένειας ο μάντης Κάλχας είναι ένας αρχιμανδρίτης με το λευκό φαιλόνιο που συνήθως φορούν στις κηδείες. Ο Αχιλλέας φοράει κοντή στολή εκστρατείας, ενώ οι ναύτες που παρακολουθούν φορούν σορτς όπως και οι ναύτες της δεκαετίας του ’50. Η Κλυταιμνήστρα φοράει καπέλο και ντεμοντέ φόρεμα, ενώ η Ιφιγένεια φοράει κοντό κοριτσίστικο φουστάνι με γκρέκα γύρω από το ντεκολτέ. Αυτό ήταν το ύφος και το στυλ στην παράσταση των Τρωάδων που σκηνοθέτησε ο ίδιος στην οδό Καπλανών το 1977.
 
 
Η Πλατεία Αλεξάνδρας στον Πειραιά, 1962

Η Πλατεία Αλεξάνδρας στον Πειραιά, 1962

Ο Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά, σε ένα νεοκλασικό της οδού Λουκά Ράλλη και Βασιλέως Γεωργίου. «Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σαν να σεργιανίζεις σε μια γιγάντια σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτι με αγάλματα και αετώματα». Η οικογένεια μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, αλλά ο Τσαρούχης ζωγράφισε πολλές φορές τον Πειραιά, τα σπίτια που είχε σχεδιάσει ο Τσίλερ προτού γκρεμιστούν καθώς και την παραλία προτού αλλάξει τελείως με τα έργα του λιμανιού. Το τελευταίο τοπίο που ζωγράφισε στην Ελλάδα προτού φύγει για το Παρίσι το 1967 ήταν καθώς πήγαινε στον Πειραιά για να πάρει το καράβι για τη Μασσαλία.

 
Η Πλατεία Αλεξάνδρας στον Πειραιά, 1962, Χρωστικές σκόνες με ζωική κόλλα σε πανί, 88,5 x 158,5 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]
 

Εσωτερικό του σπιτιού του Tériade στη Μυτιλήνη, 1963

Ο Τσαρούχης πήγαινε πολλά χρόνια στη Μυτιλήνη. Έμενε για μεγάλες περιόδους, συχνά και έξι μήνες ακόμη, με σκοπό την επίβλεψη του κτισίματος και ό,τι άλλο αφορούσε το μουσείο του Θεόφιλου, που έφτιαχνε ο Τεριάντ. Το 1963 ζωγραφίζει το σπίτι του Μυτιληνιού Στρατή Ελευθεριάδη, ή αλλιώς Τεριάντ, ο οποίος ζούσε στο Παρίσι και ήταν μεγάλος συλλέκτης, εκδότης και τεχνοκριτικός. Είχαν γνωριστεί το 1935, όταν ο Τσαρούχης πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι με τα χρήματα που είχε κερδίσει κάνοντας σκηνικά για το Θέατρο Κοτοπούλη, και χτύπησε την πόρτα του επιθυμώντας να τον γνωρίσει.

 
Εσωτερικό του σπιτιού του Teriade στη Μυτιλήνη, 1963, Νερομπογιά σε χαρτί, 26,0 x 34,5 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]
 

Σπουδή για τις «Τέσσερις εποχές πάνω στα σύννεφα», 1967

Ένας συμβολισμός που είχε απασχολήσει κατ’ επανάληψη τον Τσαρούχη ήταν το πανάρχαιο θέμα των τεσσάρων εποχών. Αρχικά ζωγράφισε δύο μικρές υδατογραφίες όπου, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, τις εποχές συμβόλιζαν αγόρια με φτερά. Όταν ένας συλλέκτης του πρότεινε να κάνει τις Τέσσερις Εποχές για το σπίτι του στον Λυκαβηττό, εκείνος έκανε αυτήν την σπουδή και τελικά το έργο δημιουργήθηκε το 1968-69 στο Παρίσι. Όταν το είδε ο Τεριάντ το παράγγειλε σε τέσσερα χωριστά κομμάτια με τις ανιψιές του Τσαρούχη, Κορίνα και Δέσποινα, ως μοντέλα.

 
Σπουδή για τις «Τέσσερις εποχές πάνω στα σύννεφα», 1967, Λάδι καπλαμάς, 27,5 x 49,5 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]
 

Στεφανωμένος αθλητής, 1967

«Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που το έργο μας πρέπει να πείσει» έγραφε στον επίλογο του βιβλίου «Ζωγραφική» (εκδ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). Ο Τσαρούχης τα κατάφερε, ίσως και επειδή όπως έλεγε, «το να ζωγραφίζεις όπως βλέπεις δεν σημαίνει καθόλου να έχεις πάντοτε ένα μοντέλο μπροστά σου, πράγμα που δεν βλάπτει βέβαια. Αλλά κυρίως το να μάθεις να βλέπεις, αυτό είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσω πώς γίνεται, ιδίως σε όσους δεν είναι ζωγράφοι. Μαθαίνω να βλέπω σημαίνει μαθαίνω να μεταφράζω στη γλώσσα της χρωματικής αρμονίας, που είναι δυο διαστάσεων, αυτό που βλέπουμε να υπάρχει σε τρεις διαστάσεις και φυσικά και σε τέσσερις. Η τελειοποίησις του σχεδίου και της φωτοσκιάσεως δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά το έργο της ζωγραφικής, παρόλο που είναι πολύ γοητευτική. Οι εμπειρίες της αφής και των άλλων αισθήσεων πρέπει να μετατραπούν σε εμπειρίες οπτικές και να εκφραστούν αρμονικά, ρυθμικά. Με κάθε επιφύλαξη τολμώ να γράψω αυτούς τους χαρακτηρισμούς».

 
Στεφανωμένος αθλητής, 1967, Ακρυλικό νοβοπάν, 18,0 x 13,0 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]
 

Ο Alain ως Καλοκαίρι, 1976

Το πιο γνωστό μοντέλο του Τσαρούχη στη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία ήταν ο Ντομινίκ. Ένα λαϊκό παιδί από την Chartres, με καλλιτεχνικά ταλέντα, μακριά μαλλιά και ντύσιμο από τα παλιατζίδικα «συγκέντρωνε τον πατροπαράδοτο Γάλλο μαζί με τη φλούδα της επαναστάσεως» όπως έγραφε ο Τσαρούχης στο «Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Ζωγραφική». Προκειμένου να μελετήσει την τεχνική της ελαιογραφίας, ο ζωγράφος θέλησε να ξανακάνει τις Τέσσερις Εποχές με μοντέλο για άλλη μια φορά τον Ντομινίκ, όμως εκείνος δεν μπορούσε να ποζάρει γιατί σπούδαζε μαραγκός οπότε αναζητήθηκε αντικαταστάτης του. Μια μέρα, σε ένα ζαχαροπλαστείο είδε δύο νέους να τρώνε γλυκά όρθιοι. Ήταν ο Αλαίν και ο Ρολάν. Τους ζήτησε να ποζάρουν και εκείνοι δέχτηκαν ευχαρίστως. Ο Αλαίν εκτός από «Καλοκαίρι» έγινε και «Χειμώνας». Όταν είδε τα πορτραίτα ο πελάτης που τα είχε παραγγείλει δυσαρεστήθηκε επειδή τα μοντέλα είχαν μακριά μαλλιά. «Ήθελε Ρωμιούς παλιάς κοπής, με άλλο ύφος». Τελικά ο πελάτης πέθανε και έμειναν οι παραλλαγές των τεσσάρων εποχών, όχι απολύτως τελειωμένες.
 
Ο Alain ως «Καλοκαίρι», 1976, Λάδι σε χαρτί, 116,0 x 81,0 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]
 

Έρως εσταυρωμένος και Στέλλα Βιολάντη, 1989

To έργο ολοκληρώθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1989, λίγους μήνες πριν πεθάνει, στις 20 Ιουλίου του 1989. Είναι φιλοτεχνημένο με μολύβι, παστέλ και κιμωλία σε χαρτί kraft. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Τσαρούχης πειραματιζόταν με διαφορετικές τεχνικές. «Ίσως η εναλλαγή τεχνοτροπιών να είναι ένα μεγάλο ελάττωμα στη δουλειά μου» έλεγε. «Συχνά ζηλεύω τους ζωγράφους που, αφού βρουν μια τεχνοτροπία προσωπική ή δανεική, επιμένουν σ’ αυτήν και τους ξεχωρίζει ο άλλος από μακριά».

 
Έρως εσταυρωμένος και Στέλλα Βιολάντη, 1989, Παστέλ, κιμωλία και μολύβι σε χαρτί, 208,5 x 118,0 εκ. [Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη]
 

Η έκθεση «Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Το δεύτερο μέρος (1940-1989)» στο Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς εγκαινιάσθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2016 και διήρκεσε έως τις 26 Φεβρουαρίου 2017.

Σπούδασε Συντήρηση Έργων Τέχνης και Θεωρία Αρχιτεκτονικής σε Ελλάδα και Αγγλία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Soul, Art Review, Tank, Intersection και Next Level. Εργάζεται στο Βήμα κυρίως στο πολιτιστικό ρεπορτάζ. Το 2012 εκδόθηκε το βιβλίο της «Πρόσωπα» (εκδ. Πόλις).
 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *