Μην αφήνεις το smartphone να ελέγχει το μυαλό σου | Γιάννης Γορανίτης

Ακούγεται ένας ήχος από το κινητό. Κάτι σαν μπλινγκ. «Ειδοποίηση του Facebook» σκέφτεσαι αυτόματα. Έχεις μάθει να ξεχωρίζεις τους ήχους. Τι λέω; Εσύ τους άλλαξες για να τους ξεχωρίζεις. Άλλον ήχο για τα SMS, άλλον για τα WhatsApp, άλλον για το Viber. Πλέον έχεις και Instagram. «Τι το ήθελα το Instagram;», σκέφτεσαι όσο συνεχίζεις να δουλεύεις στον υπολογιστή του γραφείου.

Με δυο λόγια

Ο μέσος χρήστης smartphone αγγίζει την οθόνη του κινητού τηλεφώνου του 2.617 φορές την ημέρα. Και ένας στους τρεις ελέγχει τα social media αν τύχει να ξυπνήσει στη μέση της νύχτας. Είναι τόσο σημαντικές οι ειδοποιήσεις του Facebook, του WhatsApp και του Viber; Όχι, το ξέρουμε καλά. Όμως οι σχεδιαστές εφαρμογών και ψηφιακών προϊόντων κάνουν ό,τι μπορούν για να το ξεχάσουμε –και το καταφέρνουν. Στην ψηφιακή εποχή άλλωστε, το πολυτιμότερο νόμισμα είναι ο χρόνος και η συνεπαγόμενη προσοχή μας. Μειωμένη παραγωγικότητα, ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις είναι τα επακόλουθα. Ο Τριστάν Χάρις, ιδρυτής του Time Well Spent και ευαγγελιστής μιας ριζικής αλλαγής στον τρόπο που χρησιμοποιούμε την τεχνολογία, μας προτρέπει να σκεφτούμε ποιοι είναι οι δικοί μας στόχοι και να κλείσουμε τα αυτιά στις σειρήνες των εφαρμογών. Και θέλει να αναγκάσει τους σχεδιαστές λογισμικού να πάρουν έναν μοντέρνο «όρκο του Ιπποκράτη»: ότι θα πάψουν να εκμεταλλεύονται τις ψυχολογικές αδυναμίες των χρηστών και θα τους αφήσουν να κάνουν αυτά που θέλουν οι ίδιοι, χωρίς σκόπιμα τοποθετημένους περισπασμούς. Και ότι θα πάψουν να «ταΐζουν την αδηφάγο σαύρα που κρύβεται στο μυαλό μας».

Έχεις ελαχιστοποιήσει τον internet browser για να αφοσιωθείς στο Excel. Δεν τα καταφέρνεις. Το αχνό γαλάζιο LED φωτάκι αναβοσβήνει για να σου υπενθυμίζει ότι η ειδοποίηση είναι εκεί. Περιμένει να τη διαβάσεις. Αντιστέκεσαι. Τι είναι πια τόσο σημαντικό που να αξίζει την προσοχή σου; Ένα νέο αίτημα φιλίας, ένα like σε μια φωτογραφία, μία πρόσκληση σε εκδήλωση; Είναι αυτά αρκετά σημαντικά για να σταματήσεις ό,τι κάνεις και να πάρεις το smartphone στο χέρι;

Και βέβαια δεν είναι.

 

Και βέβαια θα σταματήσεις ό,τι κάνεις για να πάρεις το smartphone στο χέρι και να ελέγξεις το περιεχόμενο της ειδοποίησης. Είπαμε, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι τόσο σημαντικό ώστε να αξίζει την προσοχή σου. Τίποτα δεν μπορεί να διεκδικεί μερίδιο από τον πολύτιμο χρόνο σου. Το συνειδητοποιείς, το γνωρίζεις καλά, αλλά δεν μπορείς να αντισταθείς. Δεν μπορείς παρά να διαθέσεις άπλετα τον χρόνο σου.

Αγγίζεις την οθόνη. Η ειδοποίηση αφορά στα γενέθλια μιας παλιάς σου συμμαθήτριας. Έχεις να τη δεις από το σχολείο. Κι όμως αποφάσισες να διακόψεις τη δουλειά σου, για να διαβάσεις μια προτροπή να της ευχηθείς. Ναι, το μετανιώνεις τη στιγμή που το κάνεις. Όλοι το κάνουμε, όλοι μετανιώνουμε για τον χαμένο χρόνο, και όλοι το ξανακάνουμε. Όλοι, ή τέλος πάντων όλοι όσοι διαβιούμε σε αυτό το παράλληλο ψηφιακό σύμπαν.

Σε αυτό το γοητευτικό, επαναστατικό, καινοτόμο σύμπαν που έχει αλλάξει οριστικά και αναπόδραστα τη ζωή μας. Σε θετική κατεύθυνση, και σε αυτό είμαστε κάθετοι. Δεν μπορούμε καν να φανταστούμε την καθημερινότητά μας χωρίς Google και Facebook, την ψυχαγωγία χωρίς YouTube και Spotify, την επικοινωνία μας χωρίς Messenger και WhatsApp. Μπορούμε όμως να μην τους επιτρέψουμε να ελέγχουν το μυαλό και τη ζωή μας;

Η οικονομία της προσοχής

Όλες αυτές οι πλατφόρμες μας προσφέρουν τόσες δυνατότητες δωρεάν και εμείς δεν έχουμε παρά να τις εκμεταλλευτούμε. Φαινομενικά δωρεάν. Γιατί στην πραγματικότητα, πληρώνουμε πολύ ακριβά τις υπηρεσίες τους. Το τίμημα δεν είναι άλλο από τον χρόνο μας. Και είναι πανάκριβο. Όταν ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν έγραφε την εμβληματική φράση «ο χρόνος είναι χρήμα» δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι διακόσια εβδομήντα χρόνια αργότερα, η φράση του θα αποκτούσε ακόμη πιο βαρύνουσα αξία. Στην ψηφιακή εποχή, το πολυτιμότερο νόμισμα είναι ο χρόνος και η συνεπαγόμενη προσοχή μας. Αυτή ζητούν όλοι οι κολοσσοί του internet και της τεχνολογίας.

Και οι χρήστες τους τη δίνουν. Κάθε ώρα. Κάθε λεπτό. Νύχτα και μέρα. Εργάσιμες και αργίες. Όπως είχε πει ένας αμφιλεγόμενος «ψηφιακός προφήτης», ο Ντέιβιντ Σινγκ, «δεν υπάρχει πλέον κατάσταση online και offline, υπάρχει online και ύπνος». Αυτό επιβεβαίωσε πρόσφατα με δήλωσή του και ο CEO της Netflix: «Ανταγωνιστές μας δεν είναι μόνο το YouTube και το Snapchat. Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής μας είναι ο ύπνος».

Είναι όμως αρκετά δυνατός ανταγωνιστής ο ύπνος; Από έρευνες επιβεβαιώνεται ότι σχεδόν οι μισοί έφηβοι ελέγχουν το κινητό τους κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά και ότι ένας στους τρεις ενήλικες ελέγχει τα social media αν τύχει να ξυπνήσει.

Πλέον, τα wearable gadgets σου δίνουν τη δυνατότητα να βλέπεις τις ειδοποιήσεις σου ακόμη κι όταν το κινητό είναι στην τσέπη ή στην τσάντα. Ακόμη κι όταν κάνεις τζόγκινγκ ή κολυμπάς.

«Η πληθώρα πληροφοριών δημιουργεί φτώχεια προσοχής», δήλωνε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Χέρμπερτ Σάιμον, που έμεινε γνωστός ως ο εισηγητής της θεωρίας της «Οικονομίας της Προσοχής», η οποία εξελίσσεται διαρκώς έκτοτε. «Ταυτόχρονα γεννιέται η ανάγκη να διατεθεί η προσοχή αποτελεσματικά μεταξύ της υπεραφθονίας των πηγών πληροφόρησης», συμπλήρωνε ο Σάιμον.

Όταν ο Σάιμον διατύπωνε τη θεωρία του βέβαια, δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι ο μέσος χρήστης αγγίζει την οθόνη του κινητού του 2.617 φορές κάθε μέρα.

2.617 φορές. Χωρίς να συνυπολογίζουμε τις άλλες συσκευές. Προσπαθήστε να σκεφτείτε αν υπάρχει κάποια άλλη κίνηση που να επαναλαμβάνουμε όχι 2.617 φορές, αλλά 617 ή και 17. Πιστέψτε μας, θα βρείτε ελάχιστες.

Ο μετανοημένος συγγραφέας και ο δημιουργός του like που έσβησε το Facebook

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Στιβ Τζομπς δεν επέτρεπε στα παιδιά του να χρησιμοποιούν το iPad. Δεν είναι ανάγκη να είσαι γκουρού της τεχνολογίας για να αντιληφθείς γιατί το έκανε. Δώστε σε ένα παιδί ένα tablet και παρακολουθήστε πόσο γρήγορα θα βυθιστεί στις εφαρμογές και τις λειτουργίες του. Όχι μόνο γιατί είναι βατό ως μέσο, αλλά γιατί είναι κατασκευασμένο να απομυζά τον χρόνο σου. Οι περισσότερες εφαρμογές είναι επιστημονικά σχεδιασμένες ώστε να μην σου επιτρέπουν να αντλήσεις (μόνο) την πληροφορία που θέλεις, αλλά να κάνουν τα πάντα για να σε κρατήσουν στη σελίδα/πλατφόρμα.

Στο YouTube για παράδειγμα, όλα φωνάζουν ότι θέλουν να κρατήσουν τον χρήστη στην πλατφόρμα. Οι λίστες, τα προτεινόμενα, τα αγαπημένα, αλλά κυρίως το πιο εκνευριστικό (;) χαρακτηριστικό που ταχύτατα συνηθίσαμε: αμέσως μόλις τελειώσει το βίντεο που επέλεξες, ξεκινά αυτόματα να παίζει το επόμενο.

Στο Snapchat, τη δημοφιλέστατη υπηρεσία ανταλλαγής μηνυμάτων ειδικά για μικρότερες ηλικίες, οι χρήστες ενθαρρύνονται να μένουν διαρκώς σε επαφή με τους φίλους τους. Ακόμη κι αν δεν έχουν κάτι να πουν. Ένα στίκερ για κάθε ημέρα που έστειλαν μήνυμα σε κάποια από τις επαφές τους –ακόμη κι αν αυτό το μήνυμα είναι ένα σύμβολο, μια φωτογραφία του ταβανιού. Μπορούν μάλιστα να δίνουν τον κωδικό τους σε κάποιο φίλο σε περίπτωση που λείψουν για λίγες ημέρες, μη τυχόν και χαθεί το σερί.

To Snapstreak.
Το Facebook και το Twitter έχουν αναπτύξει αντίστοιχες στρατηγικές, στη λογική των προτεινόμενων («Δείτε τι χάσατε»), αλλά και των φορτικών ειδοποιήσεων.
 

Το email από το Facebook που σας ζητάει να επιβεβαιώσετε ότι είστε εσείς στη φωτογραφία που σας έκαναν tag, δεν έχει μόνο στόχο τη σύμφωνη γνώμη σας, αλλά να διασφαλίσει ότι θα συνδεθείτε για να δείτε τη φωτογραφία. Και πιθανότατα να αποδεχθείτε τη δημοσίευση στον τοίχο σας. Και, εχμ, να μείνετε λίγο ακόμη για να δείτε ποιος έκανε like. Αλήθεια, γιατί αργείτε τόσο να κάνετε like;

Σχεδόν όλες οι πλατφόρμες ακολουθούν αντίστοιχα μοντέλα. Ο Νιρ Εγιάλ, συγγραφέας του βιβλίου με τον πρόδηλο τίτλο “Hooked: How to Build Habit-Forming Products” έγραψε πρόσφατα ένα άκρως κατατοπιστικό άρθρο για τα κόλπα που αξιοποιούν οι κολοσσοί της πληροφορικής και της τεχνολογίας για να μας εθίζουν. Δεν ξέρουμε αν είναι οι τύψεις για την έως τώρα δραστηριότητά του, αλλά το μήνυμα του Εγιάλ είναι σαφές: «Μην τους αφήνετε να κοντρολάρουν το μυαλό σας».

Ο Νιρ Εγιάλ.

Δεν είναι ο μόνος.

Η εταιρεία Asana Communications δημιουργεί λύσεις για αύξηση της παραγωγικότητας. Ιδρυτής της ο Τζάστιν Ρόζενσταϊν, με βαρύ βιογραφικό στη Σίλικον Βάλεϊ, καθώς εργάστηκε ως μηχανικός λογισμικού τόσο στη Google (συνέδραμε στον σχεδιασμό του chat), όσο και στη Facebook, όπου ανάπτυξε και υλοποίησε την ιδέα του Like.

 
Ο Τζάστιν Ρόζενσταϊν.

Συνειδητοποιώντας πόσο δύσκολο είναι να αντισταθεί στους πειρασμούς, ο Ρόζενσταϊν έχει μπλοκάρει το Reddit, έχει οικειοθελώς αποκλειστεί από το Snapchat και έχει επιβάλει αυστηρά όρια στη χρήση όλων των social media. Επειδή όμως όλα αυτά δεν ήταν αρκετά, μόλις απέκτησε το νέο του iPhone, ενεργοποίησε τη λειτουργία γονικού ελέγχου, προκειμένου να μην μπορεί να κατεβάσει οποιαδήποτε εφαρμογή. Και του Facebook. Κυρίως του Facebook.

Ο έμπειρος προγραμματιστής δεν στέκεται μόνο στη μειωμένη παραγωγικότητα που προκαλείται από τη χρήση εφαρμογών και την εμμονική επίσκεψη σε websites και κοινωνικά δίκτυα. Αναφέρεται και στις ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις που έχει αυτή η όψιμη τάση. «Η προσοχή μας αποσπάται διαρκώς», λέει χαρακτηριστικά. «Ακόμη κι όταν δεν χρησιμοποιούμε το κινητό». Μια επιστημονική μελέτη τον επιβεβαιώνει. «Η απλή παρουσία του smartphone μειώνει τη γνωσιακή ικανότητα του ατόμου», είναι ο τίτλος της.

Ο Ρόζενσταϊν είναι ένας από τους πολυάριθμους executives της Σίλικον Βάλεϊ που τόσο με το ατομικό τους παράδειγμα όσο και με τις πράξεις τους φιλοδοξούν να βάλουν τέλος στην εκρηκτική άνοδο της οικονομίας της προσοχής. «Είναι σημαντικό να μιλήσουμε εμείς γι’ αυτό το ζήτημα, γιατί είμαστε η τελευταία γενιά που μπορεί να θυμηθεί τη ζωή πριν το smartphone», τονίζει.

Ο ευαγγελιστής της αλλαγής

O Τριστάν Χάρις, τέως Design Ethicist της Google και νυν ιδρυτής της μη κερδοσκοπικής πρωτοβουλίας Time Well Spent, υπερθεματίζει: «Θεωρώ ότι αυτό που συμβαίνει με την ανθρώπινη προσοχή είναι ενδεχομένως μη αναστρέψιμο. Είναι κάτι παραπάνω από απλή απόσπαση της προσοχής και κάτι χειρότερο από μια απλή εθιστική συμπεριφορά. Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος θα μπορούσε πραγματικά να γίνει μια καθοριστική πολιτική και ηθική πρόκληση της εποχής μας».

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=D55ctBYF3AY ]

Ο Χάρις έχει περάσει τα τελευταία χρόνια περιοδεύοντας όλο τον κόσμο για να μιλήσει σε συνέδρια, πανεπιστήμια και μεγάλους οργανισμούς, αλλά και να δώσει συνεντεύξεις σε σημαντικά ΜΜΕ, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει το κοινό αλλά και τους εργαζόμενους στην tech βιομηχανία αναφορικά με το συγκεκριμένο φαινόμενο.

How you get addicted to apps (Tristan Harris, founder, Time Well Spent)

Ξεκινώντας μάλιστα την προσπάθειά «αφύπνισης», κατόρθωσε να οργανώσει μια θρυλική συνάντηση μεταξύ 20 CEOs της Σίλικον Βάλεϊ και μιας ομάδας ζεν μοναχών με επικεφαλής τον Τικ Νιατ Χαν.

«Η προσοχή μας, ο χρόνος μας, είναι το αντικείμενο του ανταγωνισμού για όλες τις εταιρείες τεχνολογίας οι οποίες τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούν επιστημονικές και συστηματικές μεθόδους για να την προσελκύσουν», δήλωσε ο Χάρις. «Προφανώς έχουν στόχο να κατευθύνουν την προσοχή μας προς τους δικούς τους στόχους, που είναι εντελώς διαφορετικοί από τους δικούς μας. Ας σκεφτούμε ποιοι είναι οι δικοί μας στόχοι: Θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο με την οικογένειά μου, θέλω να μάθω πιάνο, θέλω να κάνω αυτό το ταξίδι. Αυτοί είναι οι πραγματικοί ανθρώπινοι στόχοι, αλλά αν αναλογιστούμε τους στόχους που έχει η τεχνολογία θα καταλήξουμε στο εξής: τη μεγιστοποίηση του χρόνου που δαπανούμε στην εκάστοτε πλατφόρμα».

Αυτό που υπονοεί ο Τριστάν Χάρις είναι ότι η τεχνολογία έχει πλέον όλες τις δυνατότητες για να μας βοηθήσει να πραγματοποιήσουμε τους δικούς μας στόχους, αλλά φυσικά δεν το κάνει γιατί οι δικοί της στόχοι κρίνονται σαφώς σημαντικότεροι και πιο κερδοφόροι. Σε αυτή την ομιλία του στο Ted, ο Χάρις αναφέρεται αναλυτικά στα κόλπα που χρησιμοποιούν οι εταιρείες προκειμένου να ελέγξουν τα μυαλά δισεκατομμυρίων χρηστών καθημερινά.

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=C74amJRp730 ]

Η αεροπειρατεία του μυαλού

Οι τεχνολογικές πλατφόρμες έχουν τη δυνατότητα να πάρουν τον έλεγχο του νου δισεκατομμυρίων ανθρώπων, με τον τρόπο που ένας αεροπειρατής παίρνει τον έλεγχο ενός αεροσκάφους, ισχυρίζεται ο Χάρις. Γιατί όμως δεν το καταλαβαίνουμε ή γιατί ακόμη κι όταν το κατανοούμε τείνουμε να το αγνοούμε; «Είναι πιο εύκολο να ξεγελάσουν τους ανθρώπους παρά να τους πείσουν ότι έχουν ξεγελαστεί», απαντάει ο Χάρις μέσω του motto που επέλεξε ως προμετωπίδα του μακροσκελέστατου μανιφέστου του.

Ως ειδικός στον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία εκμεταλλεύεται τα τρωτά σημεία της ψυχολογίας μας, ο Τριστάν Χάρις παραλληλίζει τον τρόπο που παίζουν οι μάγοι με τα μυαλά των παιδιών με τις αντίστοιχες τακτικές των σχεδιαστών εφαρμογών και ψηφιακών προϊόντων. Και παραθέτει 10 τρόπους:

  1. Αυτός που ελέγχει το μενού μιας εφαρμογής ελέγχει και τις επιλογές που θα κάνει ο χρήστης. Ο Χάρις ισχυρίζεται ότι οι «μάγοι» δίνουν στους ανθρώπους την ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής, ενώ στην πραγματικότητα έχουν σχεδιάσει το μενού των διαθέσιμων επιλογών ώστε να βγαίνουν κερδισμένοι ό,τι κι αν κάνει ο χρήστης. Κανείς, ή τέλος πάντων ελάχιστοι θα αναρωτηθούν: «Τι δεν υπάρχει στο μενού;» ή «Γιατί μου δίνετε αυτές τις επιλογές και όχι άλλες;». Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η λίστα ειδοποιήσεων στο smartphone, η οποία προσφέρει φαινομενικά στον χρήστη μια συνοπτική εικόνα όσων έχασε από την τελευταία φορά που άγγιξε την οθόνη του, αλλά στην πράξη λειτουργεί ως φάκα για να παγιδευτεί ο διαθέσιμος χρόνος του.

Ο Τζο Ένταλμαν αναλύει τον τρόπο που οι ειδοποιήσεις μάς παγιδεύουν σε μια διαρκή διαδικασία μάταιης ανατροφοδότησης.

[vimeo 123488311 w=640 h=400]

  1. Ο Τριστάν Χάρις παρομοιάζει το smartphone με έναν κουλοχέρη. Ο τρόπος που τραβάμε τον μοχλό του κουλοχέρη, άλλωστε, θυμίζει τον τρόπο που κατεβάζουμε την μπάρα προς τα κάτω για να ελέγξουμε για τυχόν νέες ειδοποιήσεις. «Το τράβηγμα του μοχλού ή της μπάρας συνδυάζεται με μια μεταβλητή ανταμοιβή, η οποία μπορεί να είναι είτε ιδιαίτερα δελεαστική, είτε μέτρια, είτε το απόλυτο τίποτα», λέει. «Όταν τραβήξουμε το τηλέφωνό μας από την τσέπη, παίζουμε κουλοχέρη για να δούμε τι ειδοποιήσεις πήραμε».
  2. Το FOMSI (Fear of Missing Something Important) είναι ο τρόπος με τον οποίο οι εφαρμογές και τα sites εισβάλλουν στο μυαλό μας, υποσχόμενα ότι δεν θα μας επιτρέψουν να χάσουμε οτιδήποτε σημαντικό. Αλλά όπως τονίζει «ζούμε με το φόβο μην τυχόν χάσουμε κάτι, αλλά δεν είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε έτσι. Είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα –όταν ξεπεράσουμε αυτόν τον φόβο– ξυπνάμε από την ψευδαίσθηση. Όταν αποσυνδεθούμε για περισσότερες από μία ημέρες ή καταργήσουμε την εγγραφή σε όλες αυτές τις ειδοποιήσεις, καμία από τις ανησυχίες μας δεν πρόκειται να επιβεβαιωθεί». Πράγματι, η σκέψη «κι αν χάσω κάτι πραγματικά σημαντικό;» γεννιέται πάντα πριν από την αποσύνδεση, την κατάργηση της εγγραφής ή την απενεργοποίηση –ποτέ μετά.
  1. Η ανάγκη για κοινωνική αποδοχή, η ανάγκη του ανήκειν σε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη ομάδα, είναι ένα επιχείρημα που δεν διατυπώνουμε ευθέως, αλλά μας κρατάει καρφωμένους στις οθόνες. Το εγώ μας πλέον επιβεβαιώνεται με likes και retweets και πρέπει να βιώνουμε την επιβεβαίωση τη στιγμή που συμβαίνει.
  2. Μια νεόκοπη μορφή κοινωνικής αμοιβαιότητας υποχρεώνει τους χρήστες να μένουν περισσότερη ώρα συνδεδεμένοι στα social media, λίγο ως πολύ για να βγάλουν την υποχρέωση. «Tit-for-tat», που λέει ο Χάρις. Εν ολίγοις, σου κάνω like γιατί μου έκανες κι εσύ. Ή σε κάνω follow γιατί με ακολούθησες κι εσύ. Το LinkedIn είναι αρκετά πιο προχωρημένο και σαφώς πιο επιθετικό, καθώς ενημερώνει τους χρήστες για το ποιοι επισκέφθηκαν το προφίλ σου. «Δεν θέλεις να χάσεις την επόμενη επαγγελματική ευκαιρία», σε ενημερώνει το διαβολάκι της προσοχής και επιστρατεύει τον αλγόριθμο για να σου δείξει νέες πιθανές συνδέσεις.
  3. Ο αλγόριθμος της αυτόματης αναπαραγωγής βίντεο χωρίς τη συγκατάθεση του χρήστη έχει εξελιχθεί τόσο εντυπωσιακά, που ο χρήστης δέχεται «αδιαμαρτύρητα» τη μετάβαση σε ένα βίντεο που δεν επέλεξε, τόσο στο YouTube όσο και στο Facebook,
  4. Σχεδόν όλες οι εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων επιλέγουν μια επιθετική –για την προσοχή μας– τακτική. Pop-up μηνύματα, ειδοποιήσεις που εισέρχονται με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο στο οπτικό πεδίο του χρήστη, προκειμένου να τον αναγκάσουν να διακόψει ό,τι κάνει και να στραφεί στο διακριτό πλαίσιο της συνομιλίας. Ακόμη πιο ύπουλες είναι οι ειδοποιήσεις ανάγνωσης –αφού ο άλλος διάβασε το μήνυμα, οφείλει να σου απαντήσει.
  1. Παραλληλίζοντας την τακτική των κοινωνικών δικτύων με την αντίστοιχη των σούπερ μάρκετ, ο Χάρις παρατηρεί ότι τα πιο δημοφιλή προϊόντα και αυτά που θεωρούνται «πρώτης ανάγκης», όπως πχ το γάλα ή το ψωμί, είναι συνήθως τοποθετημένα στην πίσω πλευρά του καταστήματος. Με αυτό τον τρόπο ο καταναλωτής καλείται να περάσει από διαδρόμους που του επιφυλάσσουν πειρασμούς. Αντίστοιχα στο Facebook δεν μπορείτε να δείτε τη λίστα των αποψινών εκδηλώσεων χωρίς να δείτε το feed, στο οποίο πιθανότατα θα σταθείτε γιατί (νομίζετε ότι) είδατε κάτι ενδιαφέρον. Ή δεν μπορείτε να δημοσιεύεστε ένα tweet χωρίς να δείτε τη ροή του Twitter κ.λπ.
  2. Οι «άβολες», όπως τις αποκαλεί, επιλογές συνοψίζονται στο «αν δεν σας αρέσει, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ένα διαφορετικό προϊόν ή εφαρμογή, να καταργήσετε την εγγραφή σας ή να το απεγκαταστήσετε από το τηλέφωνό σας». Το κάνουν ακριβώς όπως οι μάγοι, λέει ο Χάρις. «Καθιστούν ευκολότερο για τον θεατή να πάρει αυτό που θέλει ο μάγος, και πολύ πιο δύσκολο αυτό που δεν θέλει».
  3. Η στρατηγική που ο ίδιος περιγράφει ως «πόδι στην πόρτα» συνοψίζεται στο ότι δεν μας δίνουν την πληροφορία παράλληλα με τις ενδεχόμενες «συνέπειες» από τη χρήση της. Το TripAdvisor πχ ζητά ένα κλικ για τη βαθμολόγηση ενός ξενοδοχείου και ακολουθεί ένα ερωτηματολόγιο πολλών σελίδων. Πόσοι όμως θα πατούσαν την ειδοποίηση «δείτε αυτή τη φωτογραφία» αν ήξεραν ότι το κλικ θα τους κρατήσει στην πλατφόρμα για τα επόμενα 20 λεπτά; *Αυτός είναι ο λόγος που στο insidestory προσθέτουμε τον χρόνο ανάγνωσης.

Αυτές οι δέκα τεχνικές είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Όλες σχεδόν οι εταιρείες τεχνολογίας που διεκδικούν μερίδιο από την πίτα χρησιμοποιούν αντίστοιχες τακτικές. Απασχολούν αναρίθμητους μηχανικούς και designers προκειμένου να εφευρίσκουν νέους τρόπους να μας κρατούν αγκιστρωμένους στα sites και τα apps τους. «Ο χρόνος των ανθρώπων είναι πολύτιμος. Και θα πρέπει να τον προστατεύσουμε με ανάλογη αυστηρότητα με το ιδιωτικό απόρρητο και άλλα ψηφιακά δικαιώματα», καταλήγει ο ιδρυτής του Time Well Spent.

Τι προτείνει λοιπόν;

Καλά τα ευχολόγια, ακόμη καλύτερες οι θεωρητικές αναλύσεις, αλλά πώς θα βάλουμε φρένο σε όλο αυτό; Ο Τριστάν Χάρις προτείνει κάτι που ακούγεται αρκετά ρομαντικό, αλλά ταυτόχρονα φαντάζει εφαρμόσιμο: Έναν «όρκο του Ιπποκράτη» για designers λογισμικού, εφαρμογών και περιεχομένου. Αναφέρεται μάλιστα και στη θεμελιώδη αρχή του όρκου αυτού, που δεν είναι άλλη από τον περιορισμό της εκμετάλλευσης των ψυχολογικών αδυναμιών των χρηστών.

Το πρώτο βήμα, σύμφωνα με τον ιδρυτή του Time Well Spent, είναι η αναγνώριση εκ μέρους των εταιρειών και των υπαλλήλων τους ότι όλοι είμαστε ευάλωτοι και εν δυνάμει θύματα της οικονομίας της προσοχής. Ακόμη όμως και αν οι κολοσσοί της τεχνολογίας αναγνωρίσουν ότι εκμεταλλεύονται την ευαλωτότητα του ανθρώπινου μυαλού, θα πρέπει να κάνουν πολλά βήματα για να πάψουν να «ταΐζουν την αδηφάγο σαύρα που κρύβεται στο μυαλό μας». Προτείνει μάλιστα συγκεκριμένα βήματα στους σχεδιαστές εφαρμογών.

Πιστεύει ότι είναι εφικτά αυτά που προτείνει; Ο Χάρις συχνά παραπέμπει σε ενώσεις καταναλωτών που κατά καιρούς έχουν επιτύχει σημαντικές δικαστικές και εξωδικαστικές νίκες έναντι κολοσσών του εμπορίου. Στο διαδίκτυο βέβαια, τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα. Ίσως γι’ αυτό επιμένει ότι το πρώτο βήμα για τη λύση του προβλήματος θα ήταν η συντονισμένη προσπάθεια από επαγγελματίες και χρήστες, ούτως ώστε να πιεστούν στο μέγιστο βαθμό οι υπερδυνάμεις της Silicon Valley. «Προτείνουμε μια ψηφιακή χάρτα δικαιωμάτων που περιγράφει με σαφήνεια τα πρότυπα σχεδιασμού, ώστε να μπορούν οι χρήστες να περιηγηθούν κατευθείαν σε αυτό που θέλουν χωρίς να χρειάζεται να περάσουν από σκοπίμως τοποθετημένους περισπασμούς.

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=C8QkggFNQ6U?list=PLYxeQXRnxpSVLFyz62uN_5NK0fJwYSzI3]

Τι μπορεί να κάνει ο τελικός χρήστης;

Προφανώς η λύση δεν είναι να πετάξουμε τα smartphone. Αν και κάποιοι το εισηγούνται ως μονόδρομο. Ο Χάρις προτείνει έναν μεσοβέζικο συμβιβασμό. «Ελαχιστοποιήστε τον καταναγκαστικό έλεγχο, την ασυνείδητη χρήση και τον φόβο ότι θα χάσετε κάτι σημαντικό», υποδεικνύει. Αυτό μπορεί να γίνει –σχετικά– εύκολα, αν προσαρμόσετε την αρχική σας οθόνη με τις απολύτως απαραίτητες εφαρμογές (αυτές που είναι πράγματι εργαλεία, πχ Google Maps, ξυπνητήρι, σημειώσεις), με στόχο να μην έχετε τύψεις κάθε φορά που ανοίγετε το κινητό.

Αν όμως στην αρχική οθόνη υπάρχει το εικονίδιο του Gmail, ακόμη κι αν είστε εγκρατείς ο αριθμός των αδιάβαστων emails (στρατηγικά τοποθετημένος στην κόκκινη κουκίδα) θα σας βάλει στον πειρασμό να τα ελέγξετε. «Τι κι αν χάσω κάποια σημαντική ειδοποίηση;», θα αναρωτηθεί ο ανήσυχος χρήστης. Εχμ, τίποτα. Πάντα θα σας περιμένουν νέα emails, πάντα αυτός που τα στέλνει θα θεωρεί σημαντικό να του απαντήσετε ASAP. Τι κι αν δεν το κάνετε; Τι κι αν αρχίσετε να θεωρείτε τον δικό σας χρόνο σημαντικότερο από τον χρόνο των άλλων; Και ναι, αν είναι κάτι πραγματικά σημαντικό θα σας πάρουν τηλέφωνο.

Α, και να φορτίζετε το κινητό έξω από το υπνοδωμάτιο. Ναι, θα πρέπει να ξεθάψετε το παλιό σας ξυπνητήρι.

Ένα προφανές, αν και όχι απολύτως αποτελεσματικό μέτρο είναι το ad-blocker.

Τα ad-blockers είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα προγράμματα που αποτρέπουν την εμφάνιση διαφημίσεων. Ο έτερος συνιδρυτής του Time Well Spent, Τζέιμς Γουίλιαμς αρθρογραφεί σχετικά. Το πρόβλημα βέβαια που δημιουργεί η αθρόα χρήση ad-blockers είναι ότι μαζί με τα ξερά (εν προκειμένω τις εκνευριστικές διαφημίσεις που καλύπτουν όλη την οθόνη, παίζουν ήχο ή βίντεο χωρίς να το επιλέξεις ή όσες υποχρεώνεσαι να δεις πριν παρακολουθήσεις ένα βίντεο ή ακούσεις ένας μουσικό κομμάτι), καίγονται και τα χλωρά, δηλαδή τα sites που βασίζονται στη διαφήμιση για να επιβιώσουν.

Υπάρχουν και διάφορα extensions και plugins για τον browser που σας επιτρέπουν να κάνετε (κατά το δυνατόν) απερίσπαστοι τη δουλειά σας, όπως το Noisli, το Strict Workflow, το StayFocusd, το δοκιμασμένο f.lux κ.ά.

Είναι όμως αρκετά; Η απάντηση έρχεται από έναν πεζογράφο. «Αποτύχαμε να λάβουμε υπόψη τη σχεδόν ακόρεστη όρεξη του ανθρώπου για περισπασμούς», σημείωνε ο Άλντους Χάξλεϋ στην «Επιστροφή στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο». Αυτό είναι το πρόβλημα. Πως ακόμη και αν πειστούν οι σχεδιαστές και οι προγραμματιστές να ακολουθήσουν τη γραμμή ηθικής που προτείνει το Time Well Spent, η ανθρώπινη όρεξη για περισπασμούς θα μένει ακόρεστη. Και σίγουρα θα βρεθεί κάποιος να την «ταΐσει». Μήπως λοιπόν το ζητούμενο είναι η καταπολέμηση της πείνας και όχι η αλλαγή της συνταγής του φαγητού;

 
Γράφει για τεχνολογία, επιστήμη και ψηφιακή κουλτούρα σε περιοδικά, εφημερίδες και websites. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και πρόσφατα ξεκίνησε ένα εντελώς άσχετο μεταπτυχιακό. Η συλλογή διηγημάτων «24» (Εκδόσεις Πατάκη) είναι το πρώτο του βιβλίο.
 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *