Η μετεξέλιξη της ειρωνείας, μια σύγχρονη κοινωνικοπολιτική μάστιγα | Γιώργος Κουτσαντώνης

H ειρωνεία είναι ένα από τα προϊόντα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με βαθύτατες ρίζες που στην καθημερινή της χρήση συνθέτει μια ακόμη βεβαρυμμένη λέξη. Σχεδόν αυτόματα συνδέεται, με τον προκλητικό, προσβλητικό και πικρόχολο ανθρώπινο λόγο και πολύ συχνά καταλήγει να θεωρείται κάτι το φιλοπόλεμο, μη πολιτικό, ασεβές και απρεπές. Όμως, ήδη από την εποχή του Σωκράτη μέχρι και περίπου τα δυο τρίτα του προηγούμενου αιώνα, η ειρωνεία υπήρξε ένα σαφώς ευρύτερο -και όχι υποχρεωτικά αρνητικό- στοιχείο της ανθρώπινης έκφρασης και στάσης. Άλλοτε σκληρή και κοφτερή και άλλοτε διασκεδαστική και ανάλαφρη, η ειρωνεία υπήρξε ένας τρόπος αντιμετώπισης των αντιφάσεων και των αντινομιών. Επέτρεψε στον άνθρωπο να αναζητήσει εναλλακτικές μπροστά στα μεγάλα αδιέξοδα που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στην καταστροφή. Υπήρξε το «λαϊκό όπλο» των πιο αδύναμων μπροστά στους ισχυρούς και στους εκμεταλλευτές. Ακόμη, κυρίως μέσα από την τέχνη και την λογοτεχνία, έγινε ένα αποτελεσματικό μέσο απογύμνωσης και συχνά εξουδετέρωσης της αυταρχικής εξουσίας.

Η ειρωνεία βρίσκεται πάντοτε στο πλευρό των αδυνάτων, καθώς δεν αποδέχεται καμία βεβαιότητα πώς θα μπορούσε ν ’αποδεχτεί εκείνη της εξουσίας; Στους ισχυρούς ευδοκιμεί ο κυνισμός, ουδέποτε η ειρωνεία. […] Η ειρωνεία θέτει διαρκώς σε αμφισβήτηση τις παραδοχές που θεωρούνται πανίερες· με τα αδιάκριτα ερωτηματικά κατεδαφίζει κάθε ορισμό, αναζωογονεί ακατάπαυστα τον προβληματισμό που ενυπάρχει σε κάθε λύση, ενοχλεί κάθε στιγμή την πομπώδη σχολαστικότητα που είναι έτοιμη να επαναπαυτεί σε μια εφησυχασμένη συλλογιστική. [1]

Ωστόσο σήμερα ο δημόσιος λόγος ολοένα και περισσότερο κυριαρχείται από ειρωνικές εκφράσεις, σαρκαστικές ατάκες, χλευαστικές σελίδες στο Facebook κλπ. Σταδιακά δημιουργήθηκε ένα νέο είδος ρητορικών δομών που δείχνει να αφομοιώνεται πλήρως και από την γλώσσα της πολιτικής. Κάτι που ξεκίνησε δειλά με τα πολιτικά ανέκδοτα του Τζούλιο Αντρεότι, συνεχίστηκε αργότερα στην Ιταλία με τις ατάκες του Μπερλουσκόνι και σήμερα με αυτές του Τραμπ στις ΗΠΑ. Στον κόσμο των hashtag (#) που διαπερνά τη μεταμοντέρνα κουλτούρα, η ειρωνεία πλέον γίνεται μια ευρέως διαδεδομένη, κανονική-τυπική γλώσσα.

Η ιστορία της ειρωνείας είναι αυτή μιας εννοιολογικής μετατόπισης. Μια ιστορία που ξεκίνησε ως «αντισυστημική», από την Σωκρατική στρατηγική της συγκάλυψης της άγνοιας (αυτή που σήμερα θα λέγαμε ισοπέδωση των αντιπάλων), μέχρι την φροϋδική ειρωνεία ως μια στρατηγική για να «ειπωθεί» το απαγορευμένο και να σπάσουν τα ταμπού. Ασφαλώς αμέτρητοι αγκιτάτορες (υποκινητές) και ιδεολόγοι χρησιμοποίησαν την ειρωνεία ως ένα εργαλείο διαφωτισμού του πλήθους. Παρά τις επιμέρους εκφραστικές διαφοροποιήσεις και τη διάκριση της χρήσης (στην ιδιωτική ή/και δημόσια σφαίρα), η ειρωνεία ανέκαθεν είχε μια ξεκάθαρη λειτουργία: να αποκαλύψει κάτι (μια ιδεολογία για παράδειγμα) και να αμφισβητήσει την εξουσία/αυθεντία μέσω της προσποίησης. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι η ειρωνεία σήμερα διογκούμενη και μεταλλασσόμενη σε κάτι άλλο (μετα-ειρωνεία), γίνεται μια κοινωνικοπολιτική μάστιγα που εκφράζεται σε υπέρτατο βαθμό, καθολικά και αυτοκαταστροφικά (αυτοάνοσα). Αυτό γιατί η απουσία νοήματος στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, δεν δείχνει να συνοδεύεται από την αναζήτηση μιας νέας νοηματοδότησης. Αντιθέτως οδηγεί σε μια αντιδραστικότητα που συνδέεται με την ανάγκη για ανακούφιση (αγωγή των συμπτωμάτων) από αυτή την απώλεια. Ανακούφιση που έρχεται, εκτός των άλλων, να εξυπηρετηθεί μέσα από τη λεγόμενη μετα-ειρωνεία.

Έχοντας κάνει μόνο μερικές από τις απαραίτητες διακρίσεις, η κύρια μορφή ειρωνείας, φτάνει σχεδόν μέχρι τα τέλη του εικοστού αιώνα. Όμως από τότε κάτι άλλαξε. Πρώτα απ ‘όλα, άλλαξε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Μια αλλαγή με τεράστιες επιδράσεις στον τρόπο σκέψης (forma mentis). Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, ο φορντικός καπιταλισμός, επικεντρωμένος στη γραμμή παραγωγής-συναρμολόγησης, άρχισε να εξαντλείται, και, μαζί με αυτόν, αυτό που μάθαμε να ονομάζουμε νεωτερικότητα. Μια ιστορική διαδικασία που κορυφώνεται με την έκρηξη της γνωσιακής-άυλης εργασίας, μέχρι την επέκταση του αποκαλούμενου platform capitalism (Google, Facebook, Apple, Microsoft, Siemens, GE, Uber, Airbnb κ.ά.). Μιλάμε επομένως για την sharing economy, το ηλεκτρονικό εμπόριο (e-commerce) και για το λεγόμενο prosuming. O όρος prosuming, -που θα στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως Επανάλωση (με την έννοια της συμπληρωματικότητας)- είναι ένας νεολογισμός που έρχεται να δηλώσει τη μη καθαρή διάκριση μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή ενός προϊόντος (συνήθως ψηφιακού). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Facebook όπου οι δραστηριότητες των χρηστών στα κοινωνικά δίκτυα παράγουν περιεχόμενο που συμβάλλει καθοριστικά στην κερδοφορία της εταιρείας. Το κεφάλαιο γίνεται λοιπόν μια πλατφόρμα που δεν αποτιμά πλέον τη σωματική δύναμη του εργαζόμενου, αλλά την «ψυχή» του και την δυνατότητά του να δημιουργεί συλλογικές συνεργασίες (συναισθήματα, κοινωνικές και σχεσιακές ικανότητες, γλώσσα, δηλαδή, με άλλα λόγια, τη συλλογική διάνοια (general intellect) που ανάφερε ο Μαρξ.

Στην ύστερη φάση του καπιταλισμού, από τον άνθρωπο απαιτούνται νέες δεξιότητες οι οποίες όλο και περισσότερο σχετίζονται με την επικοινωνιακή σφαίρα, ακόμα και αν η απασχόλησή του είναι καθαρά υπαλληλικού τύπου. Όμως με το τέλος της νεωτερικότητας, τυπικά τελειώνει και η γραμμική αντίληψη της ιστορίας και του χρόνου. Η μεταμοντέρνα εποχή δεν εμφανίζεται ως μια μεταγενέστερη φάση της ιστορίας, αλλά ως στάση του ιστορικού χρόνου. Αρκεί να σκεφτούμε την πληθώρα αναβιώσεων και ρετρό, τόσο στο πολιτικό όσο και στο μουσικό και λογοτεχνικό πεδίο, που είδαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Η έκρηξη του ψηφιακού κόσμου, με την απεριόριστη δυνατότητα αποθήκευσης δεδομένων, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να οξύνει αυτή την μη χρονικότητα, δηλαδή το απέραντο παρόν που τελικά καταλήγει να κοιτάζει εργαλειακά και όχι κριτικά προς τα πίσω. Αυτό μόνο και μόνο για να ανασυνδυάσει και να συναρμολογήσει όλα όσα αποθηκεύονται στη ψηφιακή μνήμη, με σκοπό την επαναπροώθησή τους προς κατανάλωση. Χωρίς να είναι σε θέση να δημιουργήσει κάτι αυθεντικό και καινούργιο, η εποχή μας προτείνει ατελείωτα αναμασήματα.

Παράλληλα συντελείται μια αποδόμηση της αντίληψης του «μέλλοντος» όπως αυτό ήταν γνωστό μερικές δεκαετίες πριν. Για παράδειγμα, στην ποπ κουλτούρα του κινηματογράφου και της λογοτεχνίας, όπου κινούμαστε από ένα, ας πούμε, προοδευτικό φουτουριστικό όραμα, το οποίο παλαιότερα επικεντρωνόταν στην αισιόδοξη φαντασία των νέων τεχνολογιών που δημιουργούν νέες και καλύτερες δυνατότητες διαβίωσης (βλ. gadgets που θα βελτίωναν τη ζωή μας, ρομπότ-μπάτλερ, ιπτάμενες μηχανές, κλπ.), περνάμε σε ένα σκοτεινό όραμα, χωρίς ελπίδα, συχνά ελάχιστης επιστημονικής φαντασίας, το οποίο παρουσιάζεται περισσότερο ως ένα ακόμη «χειρότερο» σενάριο (worst-case) που συνδέεται με την τρέχουσα πραγματικότητα. Μεγάλο τμήμα αυτής της «μη επιστημονικής φαντασίας» ξεχειλίζει από θανατηφόρους ιούς, περιβαλλοντικές καταστροφές, πολιτικές δυστοπίες και χίλιες δυο συμφορές. Χαρακτηριστικές είναι ταινίες όπως το The Children of Men και τηλεοπτικές σειρές όπως η The Handmaid’s Tale.

Αυτή η επίθεση στο φαντασιακό (imagination) [2], η αδυναμία να σκεφτούμε ένα εναλλακτικό μέλλον, οδήγησε σε ένα παράδοξο. Ο μεταμοντερνισμός παρουσιάζεται ως το τέλος του γραμμικού χρόνου, με την έννοια ενός αδυσώπητου «συμβαίνειν» των πραγμάτων, ωστόσο πάντα κάτι θα εξακολουθεί να συμβαίνει στον κοινωνικό και πολιτιστικό κόσμο. Αυτό είναι ένα ατέλειωτο παιχνίδι επανάληψης, αναπαραγωγής και τροποποίησης όλων αυτών που έχουμε ήδη δει. Η μετα-νεωτερικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό το τεράστιο παιχνίδι-λαβύρινθος που ανασυνδυάζει, απασπασματοποιεί, περικόβει, και τελικά οργανώνεται ως μια άλλη «πολιτισμική» λογική. Η λογική αυτή αποσυνδέει και κατακερματίζει την πραγματικότητα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο απορρίπτει την ιστορική γραμμικότητα. Τώρα η πραγματικότητα μπορεί μόνο να συναρμολογηθεί (και ποτέ οριστικά), δημιουργώντας φαινομενικά «νέες» μορφές, σε ένα ατελείωτο παιχνίδι αναφορών στο παρελθόν και υβριδισμού, που όμως, δεν μπορεί ποτέ να τελειώσει. Όμως, ας σκεφτούμε, ότι αυτό το τεράστιο «παιχνίδι» λαμβάνει χώρα παραδόξως μέσα σε ένα σύστημα (δηλαδή τον καπιταλισμό στην ύστερή του φάση) που έχει ήδη καταφέρει να απορροφήσει και να ενσωματώσει τα πάντα.

Στο παραπάνω θα επιμείνουμε γιατί πρέπει να γίνει κατανοητό με τον πιο σαφή και ισχυρό τρόπο. Στην εποχή που ζούμε, μιλάμε για έναν καπιταλισμό χωρίς καμιά αντιπολίτευση, και αυτή πλέον έχει γίνει μια καθολική πολιτισμική λογική στον δυτικό κόσμο. Οι αντισυστημικές διαμαρτυρίες, τα αντικαπιταλιστικά σύμβολα, η αντικαπιταλιστική λογοτεχνία, ακόμη και οι μάχες για τα πολιτικά δικαιώματα μπορούν να γίνουν (και γίνονται) στοιχεία ενσωματωμένα στο ίδιο το σύστημα. Έτσι ο Μάο, με την Μέρλιν Μονρόε, πέφτει στα τσαπατσούλικα χέρια του Άντι Γουόρχολ, το πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα ή του Μαχάτμα Γκάντι, αλλά και τα μικρο-σλογκανάκια (hashtag, όπως το #MeToo) γίνονται στάμπα σε μπλουζάκια (t-shirt), καπέλα, μπαντάνες, κούπες, στυλό, κραγιόν, αρώματα κλπ., χαρίζοντας τεράστια κέρδη στο ίδιο το σύστημα που τα εν λόγω σύμβολα έρχονται να χτυπήσουν και να κριτικάρουν.

Οι πρακτικές, τα σύμβολα και τα τελετουργικά του παλαιού κόσμου γίνονται τα αισθητικά αντικείμενα του σημερινού. Με αυτόν τον τρόπο, το κυρίαρχο πρότυπο στο τέλος γίνεται ανυπέρβλητο και καθολικό. Ο «καπιταλιστικός ρεαλισμός» αδειάζει την έννοια του μέλλοντος ως έναν ανοικτό ορίζοντα δυνατοτήτων. Είναι το τέλος κάθε εναλλακτικής σκέψης ή ενδεχόμενης λύσης καθώς ακόμη και η ίδια η έννοια του ρεαλισμού εκφυλίζεται σε σημείο που παύει να υπάρχει. Διότι για να θεωρηθεί κάτι ρεαλιστικό πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο ως συγκριτικό μέσο ή έστω ως δυνατότητα (ακόμη και ουτοπική). Πρόκειται για ένα στρεβλό σύστημα, θα λέγαμε, αυτοάνοσης και αυτοκαταστροφικής λογικής που γίνεται όλο και πιο viral.

Επιπλέον η τηλεόραση από υλική ύπαρξη, ενός φουτουριστικού διακοσμητικού αντικείμενου, γίνεται τρόπος ύπαρξης. Από μια τεχνολογία περνάμε σε μια πολιτισμική μορφή. Μεταξύ των δεκαετιών του ’80 και του ’90, ειδικά στις ΗΠΑ, η γλώσσα της τηλεόρασης, ολόκληρη η αισθητική της, είναι γεμάτη -σε βαθμό κορεσμού- από αυτοαναφορικότητα. Από το Moonlighting με τον Bruce Willis, μέχρι και το It’s Garry Shandling’s Show ατελείωτες είναι οι αναφορές και οι παραπομπές μεταξύ διαφορετικών τηλεοπτικών εκπομπών. Όλα αυτά είναι επίσης ορατά και σε κινούμενα σχέδια για ενήλικες όπως αρχικά στο The Simpsons και αργότερα, σε μεγαλύτερο βαθμό, στο I Griffin τότε, όπου το παιχνίδι με τους χαρακτήρες και τα αντικείμενα της ποπ κουλτούρας είναι η ουσία πάνω στην οποία βασίζεται η ειρωνεία του show. Η πολυεπίπεδη φύση του ίδιου του τηλεοπτικού μέσου με τις εικόνες τοποθετημένες δίπλα στους ήχους παράγουν μια γιγαντιαία και ισχυρή δίνη ειρωνείας. Κατά τις δεκαετίες κυριαρχίας της τηλεόρασης αυτός ο τύπος τηλεοπτικού «λόγου» διαπέρασε τον τρόπο σκέψης και αλληλεπίδρασης των ανθρώπων. Φαινόμενο που κορυφώθηκε μετά τον οριστικό θάνατο της κλασικής τηλεόρασης που άφησε ένα δικό της, εγγενές, πρότυπο λογισμού. Σήμερα πολλοί μπορεί να μην παρακολουθούν καθόλου αυτό το «απαρχαιωμένο» μέσο, όμως συνεχίζουν να βομβαρδίζονται από την εικόνα και να σκέφτονται «τηλεοπτικά» – ο καθένας θέλει να γίνει ο showrunner της ζωής του.

Η νέα πορεία της ειρωνείας βασίζεται σε μια διαφορετική δυναμική: τον αγώνα για αναγνώριση. Ο μεταμοντερνισμός, ως καλλιτεχνική πρωτοπορία, τόσο στην τηλεόραση όσο και εκτός αυτής, από τη δεκαετία του ’80 παιχνιδίζει συνεχώς με τις εικόνες, τα κείμενα και με όλα τα πιθανά ποπ πολιτιστικά στοιχεία. Σε αυτόν τον κόσμο οι βάσεις, η αίσθηση της εξουσίας και των θεσμών είναι όλα σχετικοποιημένα, δεν έχουμε πλέον καμία, κοινά αποδεκτή, αρετή που να αναδύεται δημόσια, όπως για παράδειγμα είχαμε στον αστικό μικρόκοσμο που περιγράφεται από τον Παναγιώτη Κονδύλη [3]. Εάν πριν η δημόσια σφαίρα νοούνταν ως μια διάσταση στην οποία τα υποκείμενα εξέθεταν τις αξίες τους (ευπρέπεια, αξιοπρέπεια, εργατικότητα), τώρα η συνοχή δεν εξαρτάται από ένα κοινό και άγραφο σύστημα αξιών. Οι δεσμοί φαίνεται να αποτελούνται από εικόνες στις οποίες βυθιζόμαστε στην καθημερινή ζωή. Μια δυναμική που μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας, να ενεργοποιήσουμε τις ταυτότητές μας, αλλά σε ένα πολύ πιο επιφανειακό επίπεδο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το fun club μιας τηλεοπτικής σειράς (που τα μέλη της συνδέονται κάπως, αλλά ιδιαίτερα επιφανειακά). Αυτή η εξέλιξη της τηλεόρασης δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ. Παντού τα τηλεοπτικά προγράμματα υιοθετούν μια αυτοαναφορική συμπεριφορά. Είναι η τηλεόραση που μιλά για τον εαυτό της, με αναφορές από άλλες τηλεοπτικές εκπομπές του ίδιου καναλιού ή άλλου/ων. Έτσι ο θεατής βρίσκει ικανοποίηση μόνον όταν καταφέρνει να παρακολουθεί όλο και περισσότερα τηλεοπτικά show ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει/κατανοήσει τις διάφορες αναφορές. Αυτή τη στρατηγική/δυναμική, σε μέγιστο βαθμό, κάνουν πραγματικότητα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στο διαδίκτυο. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η μελλοντική εξέλιξη με τις έξυπνες τηλεοράσεις (Smart TV) που θα συνδυάζουν τα δυο μέσα (TV και διαδίκτυο). Έτσι, για παράδειγμα, ένα ανέκδοτο γίνεται όλο και πιο εσωτερικό (πίσω από το ανέκδοτο) και επιτρέπει το σχηματισμό μιας μικρής κοινότητας, μέσα στην οποία δημιουργούνται και αναπαράγονται νέα επίπεδα ειρωνείας σε έναν δυνητικά άπειρο πολλαπλασιασμό της ίδια της ειρωνείας.

Ο Μπρέζνιεφ ταξιδεύει στη Ρώμη και συναντά τον Πάπα. – Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν στον καθολικό παράδεισο, αλλά δυσκολεύονται να πιστέψουν στον κομμουνιστικό; O Πάπας απαντά: Γιατί εμείς τον παράδεισο δεν τους τον δείχνουμε [4].

Με το παραπάνω ανέκδοτο, κάποιοι μπορεί να μην γελάσουν και τόσο, όμως όλοι θα καταλάβουν το νόημά του, μάλιστα κάποιοι ορθόδοξοι μπορεί, με κάποια αίσθηση ανωτερότητας, να κρυφογελάσουν με τον παράδεισο των καθολικών. Αντίθετα σήμερα σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις το γέλιο και η ειρωνική λειτουργία, δεν προκαλείται από το ίδιο το κείμενο. Αυτό γιατί η συνολική λειτουργία του μηνύματος συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με την ειρωνική αναγνώριση των συντεταγμένων του κειμένου. Οι συντεταγμένες αυτές μπορούν να είναι από μια απλή συνειδητοποίηση των ιδιαίτερων γλωσσών που χρησιμοποιούνται στα κοινωνικά δίκτυα μέχρι και κάτι περισσότερο σύνθετο (όπως μια σειρά εικόνων ή άλλων παραπομπών). Οι προαπαιτούμενες και εξειδικευμένες πληροφορίες/γνώσεις του αναγνώστη, είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος της ειρωνείας. Πράγμα που οδηγεί σε ένα αυτιστικό και ιδιωτικό κύκλωμα κλειστών ομάδων (κοινοτήτων ειρωνείας). Αυτός ο τύπος γλωσσικού παιχνιδιού κινείται πάντα στα όρια της ασάφειας που, εκτός από την διεύρυνση του κοινωνικού κατακερματισμού, εύκολα μπορεί να προκαλέσει ακόμη και πολύ σοβαρές παρεξηγήσεις.

Η ειρωνεία στον μεταμοντερνισμό, ως μετα-ειρωνεία, χαρακτηρίζεται από τη μαζική διάδοση ενός νοήματος. Όμως το νόημα, σε ειρωνική γλώσσα, δεν είναι ποτέ παρόν, αλλά πάντα χάνεται στο παιχνίδι -είναι στην ουσία ένα φάντασμα. Η κλασική «αντιπαράθεση» μεταξύ πρόδηλου και έμμεσου νοήματος χάνεται. Με αυτού του είδους την ειρωνεία μπορεί κανείς να πει τα πάντα χωρίς ποτέ να είναι προσωπικά υπεύθυνος, ακριβώς επειδή ο εαυτός, η ταυτότητα δηλαδή του ανθρώπου που οφείλει να λογοδοτεί, είναι αόριστη. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν βίαιο κατακερματισμό του εγώ μέσα στον ακραίο σχετικισμό. Η πεμπτουσία της μετα-ειρωνείας στον λόγο είναι η κυριαρχία ενός βασικού εσωτερικού πλέγματος ερωτημάτων: κατανοητά αυτά που διάβασα, αλλά είναι αυτά η πραγματική σκέψη του συγγραφέα; Μήπως η κρυφή πρόθεσή του ήταν αυτά να διαβαστούν κυριολεκτικά, ενώ στην πραγματικότητα είναι ειρωνικάΉ μήπως συμβαίνει το αντίθετο;

Όταν όμως η γλώσσα φτάνει να μιλά με «αποστάγματα» και παρασκήνια τελικά οδηγεί στην αποδοχή ακόμη και ύπουλων μορφών καταπίεσης, όπως και στον φασισμό. Αυτή η δυναμική οδηγεί στην ανάδυση ενός νέου κυνισμού που δεν έχει καμία σχέση με τον αρχαίο ο οποίος πράγματι αμφισβήτησε την εξουσία μέσω της εξύμνησης της αυτάρκειας του ανθρώπου, της γαλήνης και της ηρεμίας του, εφαρμόζοντας μια φιλοσοφία της πρόκλησης, πλην όμως μιας καλής και αγαθής ζωής. Αντίθετα ο σύγχρονος κυνισμός εμφανίζεται ως ένας μηδενισμός που εκφράζεται συχνά από μοδάτα και νευρωτικά άτομα. Είναι μια «ψευδώς φωτισμένη συνείδηση» που χρησιμοποιείται αντιδραστικά και εργαλειακά μόνο και μόνο για να αντιμετωπίσει, με τρόπο αναισθητοποιημένο, το καθημερινό στρες που έχει επιφέρει ο μαζικός (υπερ)ανταγωνιστικός κόσμος.

Η σύγχρονη αισθητική είναι γεμάτη από σύντομες αναφορές (μικρο-χαπάκια), παραπομπές, ειρωνείες, σαρκασμούς και κατακερματισμό που στο YouTube, για παράδειγμα, βρίσκουν ένα πολύ ισχυρό εργαλείο που διευρύνει το δυναμικό αυτών των χαρακτηριστικών. Το YouTube διογκώνει και πολλαπλασιάζει τα δεδομένα, αλλά και τη μανία αποθήκευσης που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Τίποτα δεν ξεχνιέται πια, τίποτα δεν έχει χαθεί. Έτσι εξαφανίζεται η έννοια της ιστορικής μνήμης, που είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος της διαδικασίας διαμόρφωσης οποιουδήποτε «πολιτισμού». Η ιστορική μνήμη, στην πραγματικότητα, βασίζεται στην επιλογή, στη δημιουργία ενός κανόνα, σε αυτό που απορρίπτεται και σε αυτό που πλέον δεν είναι απαραίτητο. Στο YouTube επίσης ευνοείται η ανομοιόμορφη και αποσπασματική χρήση του πολιτιστικού υλικού. Αυτό το εμπρός και το πίσω και ξανά play, το σταμάτημα σε σημεία που μας αρέσουν περισσότερο οδηγεί σε μια προτίμηση για τα θραύσματα σε σύγκριση με την ολότητα, δηλαδή την παρακολούθηση ολόκληρου του περιεχομένου. Τα θραύσματα αυτά γίνονται αντικείμενα ειρωνείας, αρκεί μια παραπομπή και ένα νεύμα. Τα ίχνη που αφήνει κάθε πολιτιστικό αντικείμενο (ταινίες, τραγούδια, κλπ.) γίνεται μια απλή διαδικασία αναπαραγωγής και συναρμολόγησης. Η στρεβλή λογική του μεταμοντερνισμού είναι ακριβώς αυτή, εφόσον όλα είναι προϊόντα κατασκευασμένα η προϋπόθεση για να τους ασκήσουμε κριτική είναι να τα αποδομήσουμε και να τα ανασυνθέσουμε με τρόπο αυθαίρετο ώστε να αποδείξουμε πόσο σχετικός και μη αυθεντικός είναι ο χαρακτήρας τους.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η μετα-ειρωνεία γίνεται ένα πολιτικό πρόβλημα. Αυτό γιατί σήμερα ένα μεγάλο τμήμα της πολιτικής επικοινωνίας (κυρίως στους νέους) γίνεται με ιντερνετικά μιμίδια. Το μιμίδιο δεν είναι ένα απλό περιεχόμενο που γίνεται viral, δεν είναι μόνο οι αστείες εικόνες και τα επίτηδες άσχημα κόμικς (rage comics). Από τεχνική άποψη το μιμίδιο είναι ένα περιεχόμενο στο διαδίκτυο (και πολιτικό) που διαδίδεται από τους χρήστες, εξελίσσεται και αλλάζει κατά τη διάρκεια αυτής της διάδοσης. Οι αναλογίες με όσα έχουν ειπωθεί μέχρι τώρα για τη μετα-ειρωνεία είναι εμφανείς. Στα μιμίδια έχουμε ομάδες ανθρώπων που δημιουργούν «κοινότητες» με μια ορισμένη «παράδοση», δηλαδή μια «κληρονομιά» που μεταδίδεται από άτομο σε άτομο. Έτσι οι άνθρωποι χωρίζονται (ξανά) σε ενημερωμένους (ελίτ) και σε μη ενημερωμένους (αδαείς). Οι πρώτοι, που ονομάζονται και «κανονικοί» (normies), συχνά έρχονται σε αντιπαράθεση με τους δεύτερους (ξεκάρφωτους), οι οποίοι με τη σειρά τους κοντράρουν, όπως μπορούν, τους «κανονικούς». Αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχει το μεταμοντέρνο παιχνίδι της αποσυναρμολόγησης/συναρμολόγησης, ενός αποσπασματικού περιεχομένου που αυξάνεται διαρκώς μέσω μιας διαστρωμάτωσης από την κλειστή κοινότητα. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του Pepe the Frog. Ο χαρακτήρας από το κωμικό βιβλίο του Matt Furie, πολύ γρήγορα έγινε ένα viral «σύμβολο μίσους».

Σήμερα υπάρχουν κάποιοι που κάνουν πολιτική και η επικοινωνιακή τους στρατηγική ξεκινά με ένα καλό hashtag (#) που συνοδεύεται από πολυάριθμα ιντερνετικά μιμίδια, έτοιμα προς χρήση, φορτωμένα με ειρωνεία, μίσος και σαρκασμό. Αυτό ακριβώς έκανε, για παράδειγμα, το εναλλακτικό πολιτικό κίνημα της άκρας δεξιάς Alt-Right που πολλοί υποστηρίζουν ότι συνέβαλε στην άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ. Τέτοιου είδους πολιτικές κινήσεις θα μπορούσαν να ονομαστούν «πολιτικά κινήματα του πληκτρολογίου» στόχος των οποίων είναι ο έλεγχος και η διασπορά ενός αφηγήματος στα κοινωνικά δίκτυα. Η Angela Nagle – συγγραφέας του βιβλίου Kill All Normies έγραψε για τους Alt-Right:

Πρόκειται για μια περίεργη πρωτοπορία εφήβων gamers, που κουβαλούν ψευδώνυμα με σβάστικες και είναι λάτρεις των ιαπωνικών κινουμένων σχεδίων. Ειρωνικοί, συντηρητικοί τύπου South Park, εύθυμοι αντι-φεμινιστές, φορτικά τρολ που δημιουργούν συνεχώς μιμίδια (memes) των οποίων το μαύρο χιούμορ και η λατρεία της παραβατικότητας, καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο να διακρίνουμε τις πραγματικές πολιτικές τους θέσεις.

Ασφαλώς η Nagle αδυνατεί να εντοπίσει τις πολιτικές θέσεις των Alt-Right, γιατί δεν υπάρχουν. Το κίνημα αυτό δεν είναι ούτε πολιτικό, ούτε κίνημα (με την κλασσική έννοια των δυο όρων). Ωστόσο πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτός ο τρόπος επικοινωνίας δεν παραμένει στο πληκτρολόγιο, δημιουργεί δυναμικές και αλληλοεπιδρά με τον πραγματικό κόσμο στον οποίο ζούμε όλοι μας. Τα κοινωνικά μέσα δεν περιορίζονται σε διαμάχες ανάμεσα σε «σπασικλάκια και φασιστάκια» του ψηφιακού κόσμου, μπορούν να ωθήσουν σε δράση, ακόμη και να δημιουργήσουν τραγικές και εγκληματικές καταστάσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση του Alexandre Bissonnette του 27χρονου που σκότωσε 6 ανθρώπους σε τέμενος στο Κεμπέκ του Καναδά. Ο μαζικός αυτός δολοφόνος, πέρα από τις παραμέτρους ψυχιατρικής φύσης, ριζοσπαστικοποιήθηκε καί διαμέσου του φασιστικού φαντασιακού των Alt-Right στο διαδίκτυο. Μιλάμε για την εφηβική στάση που χαρακτηρίζει το cyberbullying και το trolling. Εμφανίζεται ως αντίσωμα στην εισβολή της καταπιεστικής Πολιτικής Ορθότητας σε σημείο να γίνεται μια επικίνδυνη καρικατούρα. Αυτός ο τύπος «εγκλωβισμού» της γλώσσας και «απαγόρευσης», από ψυχαναλυτική άποψη, φέρνει πολύ συχνά αντιδραστικές και ακραίες συμπεριφορές έκφρασης μίσους, παρόμοιες με αυτές που παρατηρούν οι γονείς όταν προσπαθούν να εμπλακούν, δίχως μέτρο και όρους, στις προσωπικές επιλογές και στη συμπεριφορά των εφήβων. Το διαδίκτυο κάποτε ήταν ένας αρκετά ελεύθερος χώρος έκφρασης (και πολιτικής), δυστυχώς η Πολιτική Ορθότητα [(βλ. Πολεμιστές της Κοινωνικής Δικαιοσύνης (SWJ)] σταδιακά άλλαξε τα δεδομένα και έκανε αυτόν τον χώρο «βαρετό» και «άσκοπο» για τους νέους. Έτσι, υπό μια έννοια, το Alt-Right γεννιέται ως κάτι που ενώ αυτοπαρουσιάζεται ως απελευθερωτικό από το πολιτικά ορθό και την λογοκρισία, στην πραγματικότητα είναι μια άγονη και αντιδραστική κίνηση. Με άλλα λόγια είναι ένας «τσογλανισμός» του τύπου: «αμάν πια με την Πολιτική Ορθότητα, θα κάνουμε ό,τι γουστάρουμε, χωρίς όρια και κανόνες».

Δεν θα καταπιαστούμε με τις υποθέσεις περί μιας ενδεχόμενης αριστερής απάντησης μέσω ενός anti-Alt-Right ή Alt-Left κινήματος ή μιας Αριστεράς των μιμιδίων (Memes Left), ούτε με άλλες μορφές (όπως οι Alt-Light), γιατί θέλουμε να αποφύγουμε το κωμικοτραγικό της υπόθεσης (βλ. Post-Irony against Meta-Irony). Θα αναφέρουμε όμως ότι σε όλα τα παραπάνω έχει συμβάλλει καθοριστικά και η εισβολή των διάσημων (celebrities) στην πολιτική. Τα κουτσομπολιά, οι κακίες/κακιούλες και τα πικρόχολα σχόλια που χαρακτηρίζουν αυτόν τον λαμπερό κόσμο, τείνουν να κατακτήσουν και την ίδια την πολιτική και κατ’ επέκταση το δημόσιο διάλογο. Η στροφή προς μια τέτοια κατεύθυνση ήταν εμφανής ήδη από την προηγούμενη δεκαετία. Αρκεί να θυμηθούμε την εκπομπή Μεγάλος Αδελφός (Big Brother) και διάφορα άλλα τηλεοπτικά σκουπίδια, όπως το Survivor και προσφάτως το PowerofLove, που κατέκτησαν και συνεχίσουν να κατακτούν την τηλεόραση κερδίζοντας (κάποια από αυτά) τεράστια, ως τρομακτική, ακροαματικότητα.

Στη Ελλάδα, η μετα-ειρωνεία διαδίδεται, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από τις σελίδες του Facebook και του Twitter και όχι απαραιτήτως από δημιουργούς μιμιδίων. Εδώ η μετα-ειρωνεία εξακολουθεί να εκφράζεται, ως επί το πλείστον, μέσω κειμένου και προφορικού λόγου και λιγότερο μέσω εικόνας. Ωστόσο διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά της: είναι άμεση, μη αμφισβητήσιμη, μη διαλεκτική, δεν απαιτείται καμία σύγκριση, μας πυροβολεί και μπορεί να γίνει ή αποδεκτή, ή να απορριφθεί. Αυτή η μετα-ειρωνεία, διχάζει (συχνά χωρίς πραγματική αιτία), ενώ μεταφερόμενη στην πολιτική, εκτός από ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό όχημα πολιτικών μηνυμάτων, γίνεται και ένα μέσο εξουδετέρωσης εννοιών που μπορεί να είναι λέξεις-κλειδιά σε μια πολιτική συζήτηση. Για παράδειγμα σήμερα στο Facebook υπάρχουν σελίδες που καταγγέλλουν την κατάχρηση του όρου νεοφιλελευθερισμός (ως αιτία όλων των κακών του κόσμου) από το αριστερό-ριζοσπαστικό σύμπαν. Με αυτόν τον τρόπο όμως, ο όρος νεοφιλελευθερισμός που παρουσιάζεται ειρωνικά, από τους ίδιους του νεοφιλελεύθερους, ως η πανάκεια που δίνει όλες τις εξηγήσεις, αντιστρέφεται: ο νεοφιλελευθερισμός γίνεται ένας όρος απρόσβλητος από την κριτική. Μάλιστα σε πολλά άρθρα, ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερων απόψεων, έχει προκύψει μια σουρεαλιστική λιτότητα στη χρήση του όρου. Πολλές φορές διαβάζει κανείς τη λέξη ακολουθούμενη από μια επεξηγηματική παρένθεση, ώστε ο αναγνώστης να καταλάβει ότι ο συγγραφέας έχει επίγνωση του θέματος. Δηλαδή ο συντάκτης του άρθρου μοιάζει να μας λέει: «κοιτάξτε έβαλα μια παρένθεση, επομένως δεν είμαι και εγώ ένοχος, δεν λατρεύω τον νεοφιλελευθερισμό!». Όμως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν παύουν να εφαρμόζονται και να επηρεάζουν τις ζωές μας, μόνο και μόνο επειδή κάποιοι (υποκριτές) σταματήσαν να κάνουν χρήση του όρου. Όταν ένα περιεχόμενο με όχημα την μετα-ειρωνεία και τα μιμίδια γίνεται viral, τότε αύριο αυτή η στρατηγική μπορεί να γίνει κανόνας στις προεκλογικές εκστρατείες. Άλλωστε οι επόμενες γενιές ψηφοφόρων (ψηφιακών ιθαγενών) θα μπορούν εύκολα να αποσυμπιεστούν, από τα πραγματικά προβλήματά τους, με μια μετα-ειρωνεία στο Facebook (κάτω από ένα άρθρο) ή να κατασκευάσουν ένα διαδικτυακό μιμίδιο με την ίδια ευκολία που σήμερα στέλνουν ένα μήνυμα (sms).

Το φαινόμενο που περιγράφουμε φτάνει να εκδηλώνεται ως μια επιτακτική πολιτική ανάγκη, καθώς μια πολιτική συζήτηση καταλήγει να είναι ή ειρωνική ή όχι. Σήμερα η ίδια η σοβαρότητα, με έναν τρόπο απολύτως διεστραμμένο, γίνεται κάτι το γελοίο και μπανάλ εκτός μόδας. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν τα εξής: α) υπάρχει κάποια ωφέλιμη κοινωνική λειτουργία της μετα-ειρωνείας, ή τελικά παραμένει άθικτο το status quo; β) μήπως πρόκειται για μια αυτοάνοση ασθένεια που λαμβάνει διαστάσεις κοινωνικοπολιτικής μάστιγας; γ) μήπως κατακυριεύοντας τα πάντα στο διάβα της, μας βλάπτει τελικά όλους, όποιες κι αν είναι οι πολιτικές πεποιθήσεις μας; Διότι όλο και περισσότερο έχουμε να κάνουμε με την μαζική καταφάγωση και τον εκφυλισμό του πολιτικού λόγου που οδηγεί σε έναν αδιέξοδο λουμπενισμό της δημόσιας σφαίρας. Σήμερα, εντός και εκτός διαδικτύου, τη θέση της πολιτικής κουβέντας έχουν πάρει οι ατάκες και οι σαρκαστικές εκφράσεις. Καθημερινά ενισχύεται ένα είδος «ποδοσφαιροποίησης» της πολιτικής, ένα σύστημα μετα-ειρωνικό, παράλογο και υπεροπτικό που στηρίζεται στη «λογική» της ατάκας και του μεταμοντέρνου αποδομητικού χάους. Δυστυχώς φαίνεται ότι ο χειρότερος εχθρός του δυτικού πολιτισμού [5], δεν είναι τόσο εξωτερικός, όσο ο ίδιος ο εαυτός του. Μπορεί μάλιστα στην υπερώριμη φάση του ο πολιτισμός μας, σαν ξεμωραμένος, να παρουσιάζει τα συμπτώματα ενός μαζικού παλιμπαιδισμού. Οπωσδήποτε η ειρωνεία κάποτε υπήρξε θεραπευτική, επαναστατική και αποκαλυπτική, η μετα-ειρωνεία όμως αποδεικνύεται αναλγητική, αντιδραστική και μηδενιστική. Αυτό, κατά κύριο λόγο, γιατί σήμερα το συλλογικό φαντασιακό βασίζεται περισσότερο στην αναχαίτιση και στον χλευασμό των νοημάτων και λιγότερο στην κατανόηση και την επανερμηνεία τους.


Σημείωση: το παραπάνω κείμενο περιλαμβάνει, εκτός από προσωπικές απόψεις και στοιχεία άλλης βιβλιογραφίας, πληροφορίες και μεταφρασμένα τμήματα από το δοκίμιο του Simone Sauza με ιταλικό τίτλο Il prisma meta-ironico. Ευχαριστώ τον φίλο που μου χάρισε τα (αντι)Σοβιετικά Ανέκδοτα και την έμπνευση γι’αυτό το άρθρο.

Γιώργος Κουτσαντώνης

Γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Μετά από επτά χρόνια σπουδών σε μια σχολή ιατρικής της Ιταλίας, εγκαταλείπει την ιατρική και ακολουθεί τη σπουδή της μετάφρασης. Σήμερα ασκεί, ως ελεύθερος επαγγελματίας, το επάγγελμα του μεταφραστή και διερμηνέα. Η ζωγραφική και η συγγραφή παραμένουν δύο μεγάλα πάθη του μαζί με τη συστηματική μελέτη της πολιτικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας.


[1] Θεοφάνης Τάσης, Πολιτικές του Βίου – Η Ειρωνεία, εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2012.

[2] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίαςεκδ. Κέδρος – Ράππα, Αθήνα 1999.

[3] Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2007.

[4] Γιώργος Τσακνιάς, Η Πίπα του Στάλιν και άλλα (αντι)Σοβιετικά Ανέκδοταεκδ. Κίχλη, Αθήνα 2017.

[5] Oswald Spengler, H Παρακμή της Δύσης (Πρώτος Τόμος) – Μορφή και Πραγματικότητα, Περιγράμματα μιας Μορφολογίας της Παγκόσμιας Ιστορίας, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2005.

πηγή

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *