Το ότι ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος περνά κατά μέσον όρο πάνω από επτά ώρες καθημερινά μπροστά στις οθόνες της τηλεόρασης, τους υπολογιστές, το ίντερνετ και τους επεξεργαστές κειμένων απασχολεί τους ειδικούς επιστήμονες. Ήδη, οι πιο ηλικιωμένοι, από αυτούς πού είναι δραστήριοι στον κόσμο των ψηφιακών μέσων, αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσχέρειες επικοινωνίας, αφού πρέπει να προσαρμόζονται διαρκώς προς νέα μέσα. Παράλληλα ο ελληνικός νεανικός πληθυσμός αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στα μέσα επικοινωνίας, όπως τα κινητά τηλέφωνα και το ίντερνετ και μάλιστα εθίζεται στο να χειρίζεται διάφορα μέσα ταυτόχρονα.
Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η σύγχρονη κατάσταση του να βρίσκεται κανείς συνεχώς σε εγρήγορση όπως απαιτούν τα ψηφιακά μέσα έχει άμεσα ψυχολογικά και νοητικά επακόλουθα. Αλλά και το φορτίο των πληροφοριών που επιβάλλεται από τα σύγχρονα μέσα απειλεί την ικανότητά μας για συλλογισμό και διανοητική συγκέντρωση και υπομονή. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι η πιθανότητα να διαβασθεί ένα άρθρο σε μια εφημερίδα είναι μικρή σε σύγκριση με τους αναγνώστες και μάλιστα οι αναγνώστες οι οποίοι διακόπτουν την ανάγνωση πριν φθάσουν στο 1/5 του κειμένου είναι η συντριπτική πλειονότητα. Το συμπέρασμα είναι ότι η δυνατότητα συγκέντρωσης κατά την ανάγνωση έχει μειωθεί.
Ούτε λίγο – ούτε πολύ, ορισμένοι ειδικοί ισχυρίζονται ότι τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα οδηγούν σε αλλαγές των βασικών δομών του ανθρώπινου εγκέφαλου. Το πρόσφατο βιβλίο του Αμερικανού Nicholas Carr, The Shallows, έγινε η αφορμή μιας ευρείας συζήτησης. O συγγραφέας αναρωτιέται αν βρισκόμαστε σε μια διαδικασία που στερεί τον Homo sapiens από τις ικανότητες που του επέτρεψαν να οδηγηθεί από τα προϊστορικά σπήλαια στο σύγχρονο ψηφιοποιημένο κόσμο. Ο Carr αναλύει τις επιδράσεις που σημαντικές επινοήσεις, όπως ο χάρτης και το μηχανικό ρολόι, επέφεραν στον τρόπο σκέψης για να καταλήξει στο ότι η κακοφωνία και το χάος των πληροφοριών δημιουργούν την τάση για επιπόλαια ανάγνωση, βιαστική και αποσπασματική σκέψη και δίνουν γνώσεις που είναι υπερφίαλες και χιμαιρικές. Η σύγκριση με τον έντυπο λόγο, δηλαδή με το βιβλίο, είναι χαρακτηριστική, αφού οι αναγνώστες του βιβλίου σε αντίθεση με τους χρήστες των ψηφιακών μέσων οδηγούνται σε καλλιέργεια της φαντασίας τους, του εσωτερικού διαλόγου και της αναλυτικής σκέψης.
Μία σημαντική ανάλυση του Carr βασίζεται στη «νευροπλαστικότητα» στην ιδιαίτερη ικανότητα δηλαδή του ανθρώπινου εγκέφαλου να προσαρμόζει τη διανοητική του δύναμη και δυνατότητα ανάλογα με την εμπειρία. Ο Carr επικεντρώνεται στις επιδράσεις που μπορεί να έχει η χρήση του ίντερνετ στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Τα συμπεράσματά του συμφωνούν με αυτά της ομάδας του Πανεπιστημίου UCLA, η οποία μελέτησε χωριστές ομάδες από χρήστες και μη χρήστες του ίντερνετ και ανακάλυψε ουσιαστικές διαφορές σε ικανότητες όπως μορφές της μνήμης και ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Διαφορές που εξαφανίζονται αν οι μη χρήστες του ίντερνετ εθιστούν στη χρήση του. Το τελικό συμπέρασμα του Carr είναι ότι η χρήση ψηφιακών μέσων τείνει να εξουδετερώσει τις ατομικές ικανότητες τις σχετικές με το βάθος και την ένταση της σκέψης, όπως και την ικανότητα για μάθηση και κατανόηση.
Ο καθηγητής Gary Small, συγγραφέας του βιβλίου «Τεχνολογική μεταλλαγή του μοντέρνου εγκέφαλου» αναλύει το πώς μπορούν οι πολλές ώρες ψηφιακών ασχολιών να επηρεάσουν τις διανοητικές λειτουργίες. Ιδιαίτερα οι νέοι χρήστες ψηφιακών μέσων, τους οποίους ονομάζει «ψηφιακούς ιθαγενείς» , παρουσιάζουν έλλειψη της ικανότητας επαφής , όπως η επαφή με το βλέμμα και η ανταπόκριση σε σωματικά μη λεκτικά σήματα και εκφράσεις κατά τη συνομιλία. Ο Small αναλύει τις ιδεολογικές και διανοητικές συνέπειες που επιφέρει ή έξη και στενή επαφή με τα ψηφιακά μέσα.
Η ροπή προς την ταχύτητα σημαίνει και τάση προς το πρόχειρο και το ρηχό. Την τάση αυτή προσπαθούν να καταπολεμήσουν ομάδες διανοούμενων που διαδίδουν την αντίληψη της αργής ανάγνωσης και της επιλεκτικής ασχολίας με τα κείμενα. Η εμπειρία της ανάγνωσης, η εσωτερίκευση των κειμένων και η προσωπική ωφέλεια του αναγνώστη γίνονται αντικείμενα συζήτησης και πειραματισμών. Το αργό διάβασμα θεωρείται σήμερα πανάκεια στα αμερικανικά ακαδημαϊκά περιβάλλοντα. Δεν πρόκειται φυσικά για κάτι το καινούργιο. Ήδη το 1623 η πρώτη έκδοση των Απάντων του Σαίξπηρ συνιστούσε την ανάγνωση ξανά και ξανά, ενώ το 1887 ο Νίτσε περιέγραφε τον εαυτό του σαν «δάσκαλο της αργής ανάγνωσης».
Οι κριτικοί των ψηφιακών μέσων αναφέρονται στο παράδοξο φαινόμενο των συζητήσεων αυτών που δεν έχουν διαβάσει ένα συγκεκριμένο βιβλίο και παρά τούτο επιμένουν να το συζητούν με πάθος. Ωστόσο, σε μια συνηθισμένη συζήτηση αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά στην ουσία τα κείμενα είναι αυτά που μετρούν. Τα κείμενα είναι ο καταλύτης για τη διάνοια του αναγνώστη, ώστε να δημιουργούνται νέοι χώροι κατανόησης και σκέψης. Ο Carr καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι η ύπαρξη του προσεκτικού και κριτικού αναγνώστη που δημιουργεί την ανάγκη για ένα συγγραφέα. Οι κριτικοί των ψηφιακών μέσων επιμένουν στη διάβρωση της ικανότητας για αυτοσυγκέντρωση και την αδυναμία για αργό διάβασμα. Αδυναμία που ακολουθεί την ικανότητα για γρήγορη αντίδραση και αστραπιαίους χειρισμούς στα ψηφιακά μέσα. Αυτό σημαίνει και την εξαφάνιση των συγγραφέων;
Οπωσδήποτε, κανείς δεν φτάνει να απορρίψει τα ψηφιακά μέσα. Είναι προφανές ότι το μέλλον ανήκει σε αυτά. Και εδώ δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τον μύθο της επινόησης της γραφής που παραθέτει ο Πλάτων στον «Φαίδρο». Δημιουργούνται λέει με το νέο αυτό μέσο επικοινωνίας άνθρωποι «πολύκοοι», «άνευ διδαχής πολυγνώμονες», «δοξόσοφοι αντί σοφοί»…
Δημήτρης Μαυρίδης, ιστορικός, επίτιμος διδάκτωρ ΔΠΘ