Στην “Απολογία του Σωκράτη“, όπου ο Πλάτωνας ανασυγκροτεί με τον δικό του τρόπο τον λόγο που εκφώνησε ο Σωκράτης ενώπιον των κριτών του κατά τη δίκη του όπου και καταδικάστηκε, ο Σωκράτης διηγείται πως ένας από τους μαθητές του, ο Χαιρεφώντας, ρώτησε το μαντείο των Δελφών αν υπάρχει κάποιος σοφότερος από τον Σωκράτη και το μαντείο απάντησε αρνητικά. Ο Σωκράτης λοιπόν αναρωτιέται τι πραγματικά ήθελε να πει το μαντείο και αρχίζει μια εκτεταμένη έρευνα ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους που σύμφωνα με την ελληνική παράδοση κατέχουν τη σοφία, δηλαδή τη γνώση μιας τέχνης, δημόσιους άνδρες, ποιητές και χειροτέχνες, για να ανακαλύψει κάποιον σοφότερο από τον ίδιον. Τότε λοιπόν συνειδητοποιεί πως όλοι αυτοί πιστεύουν πως τα ξέρουν όλα, ενώ δεν ξέρουν τίποτα. Συμπεραίνει λοιπόν πως αν είναι ο σοφότερος, είναι γιατί εκείνος δεν πιστεύει ότι γνωρίζει αυτό που δεν γνωρίζει. Αυτό που ήθελε να πει το μαντείο λοιπόν ήταν ότι «Σοφότερος από σας, άνθρωποι, είναι εκείνος που, σαν τον Σωκράτη, γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι διόλου σοφός» [Οὗτος ὑμῶν, ὦ ἄνθρωποι, σοφώτατος ἐστίν, ὅστις ὥσπερ Σωκράτης ἔγνωκεν ὅτι οὐδενός ἄξιος ἐστί τῇ ἀληθείᾳ πρός σοφίαν].
Αυτός ακριβώς θα είναι και ο πλατωνικός ορισμός του φιλοσόφου στο “Συμπόσιο“: ο φιλόσοφος δεν γνωρίζει.
Η αποστολή του Σωκράτη λοιπόν, αυτή που, καθώς λέει η “Απολογία”, του ανατέθηκε από το μαντείο των Δελφών, δηλαδή από τον θεό Απόλλωνα, είναι επομένως να κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την άγνοιά τους, τη μη-γνώση τους, το ότι δεν κατέχουν τη σοφία. Για να αντεπεξέλθει στην αποστολή του, ο ίδιος ο Σωκράτης θα υιοθετήσει τη στάση κάποιου που δεν ξέρει τίποτα, δηλαδή θα υιοθετήσει μια αφελή στάση. Πρόκειται για την περίφημη σωκρατική ειρωνεία: η προσποιητή άγνοια, το αθώο ύφος με το οποίο ρωτούσε, για παράδειγμα, να μάθει αν κάποιος είναι σοφότερος από τον ίδιον. Όπως λέει και ένα από τα πρόσωπα της “Πολιτείας“:«…νά ‘την η συνηθισμένη εκείνη ειρωνεία του Σωκράτη· αλλά τα ήξερα εγώ και τα προέλεγα σ’ αυτούς πως θα απόφευγες εσύ να απαντήσης και θα το γύριζες στις ειρωνείες και πως κάθε άλλο θα ‘κανες παρά ν’ αποκριθής αν ήθελε σ’ ερωτήσει κανείς».
Γι’ αυτό στις συζητήσεις, ο Σωκράτης είναι πάντα ερωτών: «γιατί δέχεται ότι δεν ξέρει τίποτα», όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης [ἐπεί καί διά τοῦτο Σωκράτης ἠρώτα ἀλλ’ οὐκ ἀπεκρίνατο· ὡμολόγει γάρ οὐκ εἰδέναι]. «Ο Σωκράτης υποβιβάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του», μας λέει ο Κικέρων, «υποχωρούσε περισσότερο από όσο χρειαζόταν στους συνομιλητές που ήθελε να αντικρούσει: έτσι, με το να σκέφτεται κάτι και να λέει κάτι άλλο, απολάμβανε συνήθως να χρησιμοποιεί αυτή την υπόκριση, που οι Έλληνες αποκαλούν ειρωνεία».
Στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με μια ψεύτικη στάση, με υποκρισία, αλλά με ένα είδος χιούμορ μέσω του οποίου εκείνος που το χρησιμοποιεί δηλώνει ότι αρνείται να πάρει τελείως στα σοβαρά τόσο τους άλλους όσο και τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί ακριβώς, ό,τι είναι ανθρώπινο, ακόμα και όταν είναι φιλοσοφικό, είναι αβέβαιο και δεν υπάρχει κανένας λόγος να κομπάζουμε γι’ αυτό.
Η αποστολή του Σωκράτη λοιπόν είναι να κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν τη μη-γνώση τους. Πρόκειται για μια επανάσταση στην περί γνώσεως αντίληψη. Βέβαια ο Σωκράτης μπορούσε να απευθυνθεί, και το έκανε άλλωστε με ευχαρίστηση, και στους απλοϊκούς, στους αμαθείς, σε εκείνους που έχουν μόνο μια συμβατική γνώση, που ενεργούν μόνο υπό την επίδραση προκαταλήψεων δίχως βαθύτερη σκέψη, με στόχο να τους δείξει πως η υποτιθέμενη γνώση τους δεν στηρίζεται πουθενά. Κυρίως όμως απευθύνεται σε εκείνους που εξ αιτίας της παιδείας τους είναι πεπεισμένοι ότι κατέχουν «τη» γνώση.
Πριν τον Σωκράτη υπήρξαν δύο τύποι τέτοιων προσώπων: από τη μια οι αριστοκράτες της γνώσης, δηλαδή οι δάσκαλοι της σοφίας ή της αλήθειας, όπως ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής ή ο Ηράκλειτος, που αντέτασσαν τις θεωρίες τους στην άγνοια του πλήθους, και από την άλλη οι δημοκράτες της γνώσης, που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να πουλήσουν τη γνώση σε όλο τον κόσμο: θα αναγνωρίσατε τους σοφιστές. Για τον Σωκράτη η γνώση δεν είναι ένα σύνολο προτάσεων και αποφάνσεων που μπορεί κανείς να καταγράψει, να μεταδώσει ή να πουλήσει ετοιμοπαράδοτες. Όπως βλέπουμε στην αρχή του Συμποσίου, ο Σωκράτης έρχεται καθυστερημένα γιατί παρέμεινε να στοχάζεται όρθιος και ακίνητος, “ἑαυτῷ πώς προσέχοντα τόν νοῦν“. Επίσης όταν μπαίνει στην αίθουσα ο Αγάθων, που είναι ο οικοδεσπότης, τον παρακαλεί να έρθει να κάτσει κοντά του [«Εδώ, Σωκράτη, κοντά μου πλάγιασε»], έτσι ώστε να «…απολαύσω, με την επαφήν μαζί σου, και την σοφήν έμπνευσιν που σου κατέβηκε εις την είσοδον». «Καλά θα ήταν, Αγάθων, να ήταν η σοφία έτσι, ώστε να μεταγγίζεται μεταξύ μας από το περισσότερον γεμάτον εις το περισσότερον αδειανόν». Πράγμα που σημαίνει ότι η γνώση δεν είναι ένα προκατασκευασμένο αντικείμενο, ένα δεδομένο περιεχόμενο που μπορεί να μεταδοθεί απευθείας, είτε μέσω της γραφής, είτε μέσω οποιουδήποτε λόγου.
Όταν ο Σωκράτης διατείνεται πως ένα μόνο γνωρίζει, ότι δεν γνωρίζει τίποτα, σημαίνει ότι αρνείται την παραδοσιακή αντίληψη για τη γνώση. Η φιλοσοφική του μέθοδος δεν έγκειται στη μετάδοση μιας γνώσης, πράγμα που θα σήμαινε να απαντά στα ερωτήματα των μαθητών, αλλά, εντελώς αντίθετα, στο να ρωτά τους μαθητές, μια που αυτός ο ίδιος στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα να τους πει, τίποτα να τους μάθει όσον αφορά το θεωρητικό περιεχόμενο της γνώσης. Η σωκρατική ειρωνεία έγκειται στο να καμώνεται πως θέλει να μάθει κάτι από τον συνομιλητή του έτσι ώστε να τον οδηγήσει να ανακαλύψει πως δεν γνωρίζει τίποτα στον τομέα όπου ισχυρίζεται ότι είναι γνώστης.
Όμως, αυτή η κριτική της γνώσης, που εμφανίζεται ως εξ ολοκλήρου αρνητική, έχει μια διπλή σημασία. Από τη μια, προϋποθέτει ότι η γνώση και η αλήθεια, όπως ήδη είδαμε, δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές προκατασκευασμένες, αλλά πρέπει να γεννηθούν από το ίδιο το άτομο. Γι’ αυτό ο Σωκράτης δηλώνει στον “Θεαίτητο” ότι σε μια συζήτηση αρκείται στον ρόλο του μαιευτήρα. Ο ίδιος τίποτα δεν γνωρίζει και τίποτα δεν διδάσκει, αλλά αρκείται στο να θέτει ερωτήματα και οι ερωτήσεις του, τα ερωτήματα που θέτει, είναι αυτά που βοηθούν τους συνομιλητές του να γεννήσουν τη δική «τους» αλήθεια. Μια τέτοια εικόνα επιτρέπει σαφώς να εννοηθεί ότι η γνώση δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά στην ίδια την ψυχή και ότι εναπόκειται στο ίδιο το άτομο να την ανακαλύψει, αφού πρώτα, χάρη στον Σωκράτη, έχει συνειδητοποιήσει ότι η γνώση του [η -με την αρχαιοελληνική έννοια- σοφία του] ήταν κούφια.
Ο Πλάτων, στα πλαίσια της δικής του σκέψης, θα εκφράσει αυτή την ιδέα μυθολογικά λέγοντας ότι, κάθε γνώση είναι ανάμνηση του οράματος που είχε κάποτε η ψυχή σε μια προηγούμενη ύπαρξη. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε πώς να επαναφέρουμε στη μνήμη. Η προσέγγιση του Σωκράτη είναι εντελώς διαφορετική. Οι ερωτήσεις του Σωκράτη δεν οδηγούν τον συνομιλητή του να μάθει κάτι και να καταλήξει σε συμπεράσματα, τα οποία θα μπορούσαν να διατυπωθούν με τη μορφή προτάσεων περί του α ή β αντικειμένου. Ο σωκρατικός διάλογος, αντίθετα, καταλήγει σε μιαν απορία, στην αδυνατότητα, στο ανέφικτο, ακριβώς, του συμπεράσματος και της διατύπωσης μια γνώσης. Ή μάλλον, επειδή ακριβώς ο συνομιλητής θα ανακαλύψει τη ματαιότητα των γνώσεών του, γι’ αυτό και [ταυτόχρονα με τον μάταιο χαρακτήρα των γνώσεών του] θα ανακαλύψει την αλήθεια του, πράγμα που σημαίνει ότι περνώντας από τη γνώση στον εαυτό, θα αρχίσει να αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό. Με άλλα λόγια, στον «σωκρατικό» διάλογο, το αληθινό διακύβευμα δεν είναι αυτό για το οποίο μιλούν, αλλά αυτός ο οποίος ομιλεί. Όπως το λέει ένα άλλο πλατωνικό πρόσωπο, ο Νικίας: «Μου φαίνεται ότι δεν γνωρίζεις ότι όποιος έχει στενό σύνδεσμο λόγου με τον Σωκράτη, σαν συγγενής, και τον πλησιάζει να συζητήσει, αναγκάζεται αυτός, ακόμα κι αν τύχει για κάτι άλλο ν’ αρχίσει να συζητάει, να παρασύρεται διαρκώς από τον λόγο αυτό, προτού φτάσει στο σημείο ν’ απολογηθεί για τον εαυτό του, με ποιο τρόπο ζει τώρα και με ποιον έχει ζήσει την προηγούμενη ζωή του. Όταν φτάσει στο σημείο αυτό, δεν θα τον αφήσει νωρίτερα ο Σωκράτης, προτού διερευνήσει καλά και σωστά όλα τούτα. […] Χαίρομαι λοιπόν, Λυσίμαχε, να συναναστρέφομαι τον άνδρα, και δεν νομίζω πως είναι κακό να μας υπενθυμίζει κάποιος ότι άσχημα πράξαμε ή πράττουμε, αλλά ότι αναγκάζεται στην υπόλοιπη ζωή του να είναι προνοητικότερος εκείνος που δεν αποφεύγει αυτά…».
Ο Σωκράτης, επομένως, οδηγεί τους συνομιλητές του σε μια αυτοεξέταση, στο να αυτοσυνειδητοποιηθούν. Σαν «αλογόμυγα» ο Σωκράτης παρενοχλεί, τσιγκλίζει τους συνομιλητές του με ερωτήσεις που τους αμφισβητούν, που τους αναγκάζουν να παρατηρήσουν, να προσέξουν τους εαυτούς τους, να νοιαστούν για τους εαυτούς τους, να φροντίσουν τους εαυτούς τους:
«Πώς εσύ αγαπητέ μου, όντας Αθηναίος, πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα χρήματα, πώς θα αποκτήσεις περισσότερα, και για τη δόξα και τις τιμές, και να μην φροντίζεις ούτε να νοιάζεσαι για τη φρόνηση και την αλήθεια και την ψυχή σου;»
Από την άλλη, λοιπόν, δεν πρόκειται τόσο για αμφισβήτηση της φαινομενικής γνώσης που πιστεύουμε ότι κατέχουμε, αλλά μάλλον για μια αμφισβήτηση του εαυτού μας και των αξιών που διέπουν τη ζωή μας. Γιατί τελικά, μετά από ένα διάλογο με τον Σωκράτη, ο συνομιλητής του δεν έχει πια την παραμικρή ιδέα γιατί συμπεριφέρεται έτσι όπως συμπεριφέρεται. Συνειδητοποιεί τις αντιφάσεις του λόγου του καθώς και τις προσωπικές εσωτερικές του αντιθέσεις. Αμφιβάλλει για τον ίδιον του τον εαυτό. Καταλήγει και αυτός, όπως ο Σωκράτης, να γνωρίσει ότι δεν γνωρίζει τίποτα. Όμως κάνοντάς το αυτό, αποστασιοποιείται από τον εαυτό του, διχοτομείται· ένα κομμάτι του εαυτού του ταυτίζεται τώρα πια με τον Σωκράτη μέσω της αμοιβαίας συμφωνίας που ο Σωκράτης απαιτεί από τον συνομιλητή του σε κάθε στάδιο της συζήτησης. Έτσι λοιπόν μέσα του διενεργείται μια συνειδητοποίηση του εαυτού· θέτει σε αμφισβήτηση τον ίδιον του τον εαυτό.
Το πραγματικό πρόβλημα λοιπόν δεν είναι να γνωρίσουμε αυτό ή εκείνο, αλλά το να είμαστε έτσι ή αλλιώς:
«Τι πρέπει να πάθω, ποια ποινή πρέπει να μου επιβληθεί, επειδή έκρινα ότι πρέπει να παραιτηθώ από την ήσυχη ζωή και να παραμελήσω όλα εκείνα για τα οποία φροντίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι, χρήματα, οικονομικά συμφέροντα, στρατηγίες, δημόσιες αγορεύσεις, και όλα τα άλλα αξιώματα και τις πολιτικές συμμαχίες και φατρίες. Επειδή πιστεύοντας ότι μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο από το να εξασφαλιστώ ασχολούμενος με τέτοια πράγματα, δεν ασχολήθηκα μ’ αυτά -που άμα το έκανα ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου θα ωφελούσα καθόλου- αλλά πηγαίνοντας σε κάθε έναν χωριστά του χάριζα τη μεγαλύτερη, κατά τη γνώμη μου, ευεργεσία; Ερχόμουν κοντά του κι επιχειρούσα να τον πείσω να μη φροντίσει για τίποτα από αυτά που ανήκουν σε αυτόν πριν φροντίσει γι’ αυτόν τον ίδιον· πώς δηλαδή θα γίνει καλύτερος και συνετότερος…».
Αυτό το κάλεσμα στο «είναι», ο Σωκράτης το κάνει όχι μόνο με τα ερωτήματά του, την ειρωνεία του, μα και, κυρίως, με τον τρόπο ζωής του, με την ίδια του την ύπαρξη, με το ίδιο του το είναι.
πηγή: Πιέρ Αντό, “Σωκράτης”, μτφ. Θανάσης Γιαλκέτσης, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 23/11/2001